Ο Ισθμός της Κορίνθου αποτελεί ορόσημο στον ελληνικό χώρο ήδη από την αρχαιότητα. Η διάνοιξή του απασχόλησε τους μηχανικούς από την κλασική περίοδο μέχρι και το τέλος του 19ου αιώνα. Οι όποιες προσπάθειες για τη διάνοιξη του Ισθμού κατά την αρχαιότητα ήταν ατελέσφορες λόγο έλλειψης τεχνογνωσίας. Τελικά τον 19ο αιώνα επιτυγχάνεται η θαλάσσια ένωση των δύο κόλπων με ένα εκπληκτικό για την εποχή εγχείρημα, στο οποίο συνέβαλαν μηχανικοί παγκοσμίου φήμης.
Η ένωση του Κορινθιακού και του Σαρωνικού κόλπου με τη Δίολκο άλλαξε τα δεδομένα για τη ναυτιλία αντικαθιστώντας τον απόπλου ολόκληρης της Πελοποννήσου, εξοικονομώντας χρόνο για τα πληρώματα και πόρους για τους εμπόρους που επιδίωκαν να μεταφέρουν τα προϊόντα τους.
Παράλληλα χάρη στα «διόδια» που καλούνταν να καταβάλουν οι έμποροι για τη χρήση της Διόλκου, η Κόρινθος αναδείχθηκε σε κέντρο εμπορικού ελέγχου και ως εκ τούτου σε εξέχουσα πόλη κράτος. Το αποτέλεσμα είναι η διάνοιξη του Ισθμού να αποτελεί ορόσημο για την περιοχή, παράκαμψη για τα εμπορικά πλοία και τουριστικό πόλο έλξης για τους περαστικούς.
Πλέον η χερσαία ένωση της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου γίνεται με δύο κεντρικές αρτηρίες (παλαιά και νέα εθνική οδό), με σιδηροδρομικές γραμμές και πεζογέφυρα, που γεφυρώνουν το χάσμα που δημιούργησε ο Ισθμός. Επιπλέον στις δύο άκρες του Ισθμού υπάρχουν αναδυώμενες γέφυρες για οχήματα και πεζούς.
Στην περιοχή, λόγω της συνεχούς διέλευσης οχημάτων υπάρχουν αρκετά κτίρια που εξυπηρετούν τους σταθμευμένους οδηγούς, ενώ λειτουργεί και στάση ΚΤΕΛ δίπλα στην παλαιά εθνική με αρκετά συχνούς ρυθμούς διέλευσης λεωφορείων. Οι στάσεις έχουν και τουριστικό χαρακτήρα πουλώντας ενθύμια του Ισθμού και της αρχαίας Διόλκου.
Η πολιτισμική αξία της περιοχής και το ορόσημο του Ισθμού έδωσαν ώθηση για τουριστική ανάπτυξη στην περιοχή. Η απόσταση όμως της περιοχής από τα αστικά κέντρα δε βοήθησε τις όποιες απόπειρες με αποτέλεσμα αρκετά κτίρια ξενοδοχειακού και εμπορικού χαρακτήρα να εγκαταλειφθούν ή ακόμα και να μείνουν ημιτελή.
Παράλληλα, η ταχεία διέλευση από τις εθνικές και τις σιδηροδρομικές γραμμές δεν επιτρέπει τη θέαση του Ισθμού παρά για λίγα δευτερόλεπτα μέσα από το όχημα. Η πεζογέφυρα απέχει αρκετά από τους χώρους στάθμευσης και έτσι η όποια δυνατότητα παρατήρησής του γίνεται από τη γέφυρα της παλαιάς εθνικής, κάτω από την οποία γίνονται και δραστηριότητες με extreme sports. Ο διαμήκης περίπατος του Ισθμού κατά μήκος των παριών του γίνεται τμηματικά και με χωματόδρομους.
Επιπλέον τα σωζωμένα τμήματα της αρχαίας Διόλκου έχουν αφεθεί απροστάτευτα χωρίς να αναδεικνύονται με κάποιον τρόπο για τους επισκέπτες, ενώ το μουσείο που έχει δημιουργηθεί για το μνημείο απέχει από αυτό υποβαθμίζοντάς το ακόμα περισσότερο.
Η ανάγκη λοιπόν για την τουριστική ανάδειξη της περιοχής, οι απαιτήσεις για τη στέγαση του πολιτισμικού υλικού που αφορά τα ορόσημα μνημεία του Ισθμού και της Διόλκου, η ανάγκη για στέγαση των σταθμευμένων επιβατών των λεωφορείων και των περαστικών οχημάτων και η απουσία πολιτισμικών κέντρων στις περιοχές της Ποσειδωνίας και των Ισθμίων οδήγησε στην εκπόνηση της συγκεκριμένης μελέτης για την ικανοποίηση όλων αυτών των προϋποθέσεων.
Παρατηρώντας από τις τοπογραφικές ιδιαιτερότητες της περιοχής και τις ανθρώπινες παρεμβάσεις που εξυπηρετούν τη ναυτική και χερσαία μετακίνηση οι δημιουργοί της μελέτης κατέληξαν σε ένα κτίριο πολιτισμικού χαρακτήρα, μεταβαλλόμενο ανάλογα με το χαρακτήρα των λειτουργιών που παροδικά στεγάζει, μεταβάλλει το σχήμα του για να ανταποκριθεί στις καιρικές συνθήκες και ανάγκες των χρηστών του και τελικά είναι ζωντανό καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου.
Τοποθεσία
Η επιλογή της τοποθεσίας πάνω στα πρανή του Ισθμού απασχόλησε τους δημιουργούς εξ’ αρχής για την εφαρμογή της μελέτης. Τελικά, η απάντηση δόθηκε ύστερα από την πολεοδομική ανάλυση της περιοχής, από τον αυτοσκοπό της λειτουργίας του κτιρίου, από προδιαγραφές ναυσιπλοΐας και από τη Γεωτεχνική Έρευνα που έχει εκπονηθεί από το Υπουργείο Δημοσίων Έργων Δ/νση Ερευνών Εδαφών στις 24 Μαρτίου 1986 για την κατασκευή της νέας εθνικής οδού στον Ισθμό.
Συγκεκριμένα, σημειώνοντας τα αστικά κέντρα και τις κατοικημένες περιοχές γύρω από τον Ισθμό και αναλύοντας τις οδικές αρτηρίες που τα ενώνουν οι δημιουργοί της μελέτης κατέληξαν στο εύλογο συμπέρασμα πως για την ευκολότερη πρόσβαση του κοινού το κτίριο πρέπει να βρίσκεται κοντά σε μια από τις δύο εθνικές οδούς (παλαιά ή νέα) που διατρέχουν εγκάρσια τον Ισθμό.
Παράλληλα, έχοντας από την αρχή της μελέτης υπόψιν ότι το κτίριο θα αντικαταστήσει τις υπάρχουσες στάσεις των υπεραστικών λεωφορείων στην περιοχή, αποφασίστηκε η τοποθέτηση να γίνει ανάμεσα στις δύο εθνικές οδούς.
Η συγκεκριμένη τοποθεσία ευνοεί την ικανοποίηση των ναυσιπλοϊκών κριτηρίων για τον Ισθμό, τα οποία περιορίζουν τις μελέτες, ορίζοντας το μέγιστο ασφαλές ύψος για ναυσιπλοΐα στα 52 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας. Επομένως το κατώτατο επίπεδο του κτιρίου όφειλε να βρίσκεται τουλάχιστον 52 μέτρα πάνω από το επίπεδο της θάλασσας, γεγονός που μπορεί να ικανοποιηθεί μόνο στο συγκεκριμένο σημείο του Ισθμού όπου τα πρανή φτάνουν στο μέγιστο υψόμετρο των 66 μέτρων.
Τέλος, αναλύοντας την προαναφερθείσα Γεωτεχνική Έρευνα του Υπουργείου Δημοσίων Έργων, οι δημιουργοί της μελέτης κατέληξαν ότι το ασφαλέστερο σημείο για την εφαρμογή της μελέτης είναι ανάμεσα στις δύο εθνικές οδούς στην πλευρά της Πελοποννήσου. Στο σημείο αυτό η στρωματογραφία του εδάφους επιτρέπει την αφαίρεση όγκου χώματος, την ασφαλή τοποθέτηση και θεμελίωση μεγάλου κτιριακού όγκου και την αποφυγή κατολισθήσεων κατά τις διεργασίες ανέγερσης.
Η μελέτη
Στόχος
Κύριο μέλημα κατά το σχεδιασμό ήταν η εκμετάλλευση του ορίου που θέτει το πρανές του Ισθμού και η ανάδειξή του με τη δημιουργία διαδρομών κατά μήκος αυτού. Παράλληλα, γνωρίζοντας την ιδιαιτερότητα της περιοχής ως προς την επισκεψιμότητά της, έγινε η προσπάθεια να ενταχθούν στη μελέτη προγράμματα τα οποία ικανοποιούν τις ανάγκες των διερχόμενων και των κατοίκων των γύρω περιοχών. Ικανοποιούνται με αυτό τον τρόπο οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία ενός πολυπρογραμματικού κτιρίου, το οποίο παραμένει ζωντανό και σε λειτουργία καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου.
Επιπλέον, εμπνεόμενοι από τα χαρακτηριστικά του φυσικού περιβάλλοντος και των ανθρώπινων παρεμβάσεων στην περιοχή, οι δημιουργοί της μελέτης προσπάθησαν να εναρμονήσουν το κτίριο με το χώρο, εφαρμόζοντας τα στοιχεία αυτά τόσο σε επίπεδο ιδεολογικό όσο και αυτούσια εφαρμογή.
Τέλος, γνωρίζοντας πως η κύρια χρήση του κτιρίου θα είναι πολιτισμική, έγινε η προσπάθεια να ενταχθούν σε αυτό αρχές μουσειολογίας όσον αφορά το φωτισμό των εσωτερικών χώρων και την κίνηση από χώρο σε χώρο και ανάμεσα στα εκθέματα.
Η κίνηση που στοχεύεται να δημιουργηθεί είναι συνεχώς μεταβαλλόμενη. Χαρακτηρίζεται από πληθώρα κόμβων όπου ο επισκέπτης καλείται να επιλέξει διαφορετικές κινήσεις, δημιουργώντας κάθε φορά διαφορετική πορεία και ξεχωριστή εμπειρία διάδρασης με το χώρο, τα εκθέματα και τις λειτουργίες.
Εξωτερικά
Όπως ήδη αναφέρθηκε ένας στόχος της μελέτης είναι το κτίριο να αντικαταστήσει την υπάρχουσα στάθμευση για τα υπεραστικά λεωφορεία που βρίσκεται στο σημείο. Ως εκ τούτου το κτίριο που βρίσκεται δίπλα ακριβώς στην παλαιά εθνική οδό στο ρεύμα προς Αθήνα γκρεμίζεται και αντικαθίσταται από μεγάλο στέγαστρο διαστάσεων 29,20 x 27,80 μ.
Το στέγαστρο αυτό στηρίζεται σε μεταλλική κατασκευή και λειτουργεί ως ορόσημο για την ύπαρξη του μουσείου και παράλληλα έναν πρώτο χώρο συγκέντρωσης των επισκεπτών. Επιπλέον στην οροφή του τοποθετούνται ηλιακά πανέλλα συνολικού εμβαδού 900 τ.μ. ικανά να ανταποκριθούν στις ενεργειακές ανάγκες τουλάχιστον του μισού κτιρίου, συμβάλλοντας έτσι στην εξοικονόμηση ενέργειας για τη λειτουργία του. Το σκέπαστρο βρίσκεται στο ύψος του δρόμου το οποίο βρίσκεται 4 μέτρα πάνω από το επίπεδο της οροφής του κτιρίου.
Η ένωση του εξωτερικού μεταλλικού σκέπαστρου με την είσοδο του μουσείου επιτυγχάνεται με ράμπα παράλληλη στην παλαιά εθνική οδό. Εκτός της ράμπας έχουν δημιουργηθεί άλλες τρεις ράμπες και δύο κλιμακοστάσια εγκάρσια του δρόμου που ενώνει την παλαιά με τη νέα εθνική οδό.
Οι τρείς αυτές ράμπες καταλήγουν στην οροφή του κτιρίου και εξυπηρετούν στη μετακίνηση φορτηγών οχημάτων για την φορτοεκφόρτωση υλικών που πιθανώς να χρειαστούν για κάποιο δρώμενο του μουσείου. Παράλληλα οι ράμπες αυτές εξυπηρετούν και την είσοδο ατόμων με κινητικές δυσκολίες, καθώς στα σημεία που καταλήγουν έχουν τοποθετηθεί ανυψωτικές πλατφόρμες, οι οποίες μεταφέρουν το χρήστη στους εσωτερικούς χώρους του μουσείου.
Ανάμεσα στις δύο πρώτες ράμπες παρατηρείται η εντονότερη διακύμανση στις υψομετρικές διαφορές του εδάφους και εκεί τοποθετούνται τα δύο κλιμακοστάσια τα οποία χωρίζουν την απόσταση των δύο ραμπών σε 3 ισομοιρασμένα τμήματα.
Τα τμήματα αυτά λόγο της έντονης κλίσης του εδάφους βοηθούν στη δημιουργία αμφιθεατρικού χώρου. Εκμεταλλευόμενοι τη συνθήκη αυτή, δημιουργήθηκαν στο κεκλιμένο έδαφος κερκίδες σχηματίζοντας έτσι ένα μεγάλο εξωτερικό θεατρικό χώρο που μπορεί να εξυπηρετήσει δρώμενα για τους καλοκαιρινούς μήνες αλλά και χώρο στάθμευσης για όσους δεν επιθυμούν να μπουν στους χώρους του μουσείου. Οι κερκίδες αυτές προστατεύονται και οριοθετούνται από το δρόμο με δεντροστοιχίες.
Απέναντι από τις κερκίδες και σε απόσταση 17,20 μ. δημιουργήθηκε ξύλινο deck με παρτέρια για τη φύτευση δέντρων. Το deck αυτό διατρέχει παράλληλα το μήκος του κτιρίου και έχει σκοπό να λειτουργεί ως διαχωριστικό όριο μεταξύ του χώρου του εξωτερικού θεάτρου και του μουσείου. Παράλληλα λειτουργεί ως σκηνή για το εξωτερικό θέατρο και ως περίπατος που ενώνει απ’ άκρη σε άκρη το οικόπεδο αλλά και τα σημεία εισόδου στο μουσείο.
Τέλος, για τις ανάγκες στάθμευσης που θα προκύπτουν από την επισκεψιμότητα του χώρου και από τα διερχόμενα υπεραστικά λεωφορεία, το κτίριο του Βασιλόπουλου που βρίσκεται στο παρακείμενο οικόπεδο, απέναντι από το διαμήκη δρόμο, γκρεμίζεται και ολόκληρο το οικόπεδο λειτουργεί ως χώρος στάθμευσης.
Το μουσείο
Η κατάληξη της μελέτης ως προς τη διαμόρφωση των χώρων και των διαδρομών του μουσείου επηρεάστηκε από τα χαρακτηριστικά του Ισθμού. Κύρια πηγή έμπνευσης αποτέλεσε η αρχαία Δίολκος.
Σύμφωνα με τις αρχαιολογικές μελέτες που έχουν εκπονηθεί στα ερείπια του μνημείου και σε συνδυασμό με την τοπογραφία της περιοχής, οι επιστήμονες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο αρχαίος δρόμος ακολουθούσε δύο πιθανές πορείες με μοναδικά σωζόμενα τμήματα στα δύο άκρα του στην περιοχή της Ποσειδωνίας από τη μεριά του Κορινθιακού και στα Ίσθμια από τη μεριά του Σαρωνικού κόλπου.
Είναι επομένως στην ευθύνη του επισκέπτη – μελετητή να επιλέξει τη δική του πιθανή πορεία της Διόλκου και να την ακολουθήσει. Επιλέγοντας τη μία διαδρομή αποκλείει τη δεύτερη εκδοχή και για να την ακολουθήσει θα πρέπει να ξαναρχίσει από την αρχή δημιουργώντας έτσι μια ολοκληρωτικά καινούργια εμπειρία.
Κατ’ αυτή τη λογική, ο επισκέπτης στο μουσείο καλείται να επιλέξει τη δική του διαδρομή συναντώντας συνεχώς κόμβους στην πορεία του. Οι κόμβοι αυτοί επιτρέπουν να δημιουργήσει μια διαδρομή στο χώρο του μουσείου στην οποία δε χρειάζεται να γυρίσει πίσω για να συναντήσει ένα τμήμα που προσπέρασε, αλλά ο επόμενος κόμβος του επιτρέπει να το επισκεφθεί. Επιλέγοντας την πορεία του, επιλέγει και τα εκθέματα που θα συναντήσει, αποκλείοντας προσωρινά κάποια άλλα μέχρι να τα βρει χρησιμοποιώντας άλλο κόμβο.
Με αυτό τον τρόπο δημιουργεί κάθε φορά μια διαφορετική πορεία, που του επιτρέπει να ανακαλύπτει συνεχώς νέες διαδρομές στο χώρο και καινούργια εκθέματα για παρατήρηση, διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον της εμπειρίας που διαδραματίζεται μπροστά του.
Άλλο ένα στοιχείο που επηρέασε τους δημιουργούς της μελέτης από τη Δίολκο είναι το ότι τα υπολείμματά της είναι διάσπαρτα στην πορεία της και δεν περιορίζονται σε ένα συγκεκριμένο τμήμα. Άλλα τμήματα λοιπόν είναι εμφανή στον επισκέπτη ενώ άλλα παραμένουν θαμμένα ή έχουν καταστραφεί ύστερα από την μετέπειτα ανθρώπινη επέμβαση και τις φυσικές καταστροφές.
Αυτή την συνεχή εναλλαγή μεταξύ εμφανούς και αθέατου επιχειρήθηκε να ενταχθεί και στην ιδέα τόσο σε επίπεδο οπτικής όσο και σε επίπεδο φωτισμού. Τόσο με τη χρήση ανοιγμάτων στην οροφή όσο και με την εφαρμογή ανυψωμένων- βυθιζόμενων τοίχων δημιουργήθηκε αυτή η εναλλαγή.
Σε όλο το μήκος του κτιρίου δημιουργήθηκαν ακάλυπτοι κήποι οι οποίοι επιτρέπουν την οπτική αλληλεπίδραση από και προς τους εσωτερικούς χώρους του μουσείου. Ο συσχετισμός αυτός εντείνεται με τη χρήση κεκλιμένων περσίδων στην οροφή πάνω από τον κεντρικό χώρο, σε συνέχεια με τον ακάλυπτο διάδρομο της εισόδου και σε παραλληλία με τον μεγάλο ακάλυπτο κήπο.
Οι περσίδες αυτές περιορίζουν τον άμεσο φωτισμό που διέρχεται στον κεντρικό χώρο, επιτρέποντας την είσοδο σε μερικές δέσμες φωτός. Δημιουργούν έτσι μια συνεχώς μεταβαλλόμενη σκίαση που ακολουθεί την πορεία του ήλιου, παράγοντας μια συνεχή αλλαγή φωτός και σκιάς που αποτυπώνεται στον τοίχο που χωρίζει το ακάλυπτο με το στεγασμένο τμήμα του κεντρικού χώρου και σηματοδοτεί την κατεύθυνση που θα ακολουθήσει ο επισκέπτης.
Ένα τρίτο στοιχείο που κέντρισε το ενδιαφέρον των δημιουργών της μελέτης στο σχεδιασμό είναι οι βυθιζόμενες αναδυόμενες μεταλλικές γέφυρες που βρίσκονται στις άκρες του Ισθμού τόσο στα Ίσθμια όσο και στην Ποσειδωνεία.
Οι γέφυρες αυτές έχουν δύο ρόλους:
Ο πρώτος είναι ο προσωρινός αποκλεισμός του καναλιού για τα πλοία καθορίζοντας κάθε φορά τη διέλευσή τους. Ο δεύτερος ρόλος τους είναι η χερσαία ένωση των δύο παρειών για τις ανάγκες των ντόπιων και λειτουργούν ως παράκαμψη των δύο εθνικών αρτηριών.
Αυτή η λογική εντάσσεται στο σχεδιασμό μας με τη μορφή βυθιζόμενων τοίχων και πλατφόρμων. Οι βυθιζόμενοι τοίχοι και οι πλατφόρμες επιτρέπουν ή απαγορεύουν την οπτική επαφή των εσωτερικών χώρων αναδεικνύοντας ή κρύβοντας ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες συγκεκριμένους χώρους.
Παράλληλα με αυτό τον τρόπο δημιουργούν νέες ενώσεις και κόμβους ή εμπόδια καθορίζοντας τις πιθανές πορείες που μπορεί να ακολουθήσει ο επισκέπτης. Επιπλέον οι πλατφόρμες δίνουν λύση στο πρόβλημα μετακίνησης των ΑΜΕΑ τόσο εντός και εκτός του μουσείου όσο και στα διαφορετικά επίπεδά του, ενώ επιτρέπουν και την άμεση μεταφορά εξοπλισμού και υλικών που μπορεί να χρειαστούν τα περιστασιακά δρόμενα του μουσείου.
Επιπλέον, η ύπαρξη μεταλλικών κατασκευών για τη στήριξη των γεφυρών αποτέλεσε πηγή έμπνευσης με τη χρήση παρόμοιων στοιχείων σε τμήμα του μουσείου που απαιτούσε να προσδώσουμε μια πιο ανάλαφρη και διαμπερή οπτική.
Η ύπαρξη φυσικών κοιλοτήτων στα πρανή λόγο κατολισθήσεων, αλλά και η ίδια η εγκάρσια διατομή του Ισθμού έδωσε την ώθηση για τη δημιουργία κοιλοτήτων στην πρόσοψη του κτιρίου δημιουργώντας αμφιθεατρικούς χώρους που λειτουργούν ως κερκίδες για την παρακολούθηση δραστηριοτήτων και παραστάσεων.
Παράλληλα, η ύπαρξη των πολυβόλων του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, τα οποία βυθίζουν στο έδαφος και αναδύουν περιορισμένο αριθμό ατόμων δημιουργώντας κάδρα της περιοχής, οδήγησαν στο σχεδιασμό στενών κλιμακοστασίων στα dark rooms τα οποία καταλήγουν χαμηλά στην παρειά του Ισθμού, παράγοντας συγκεκριμένα κάδρα της περιοχής, τα οποία μπορεί να επισκεφτεί μεμονωμένος αριθμός ατόμων κάθε φορά.
Τέλος, κοιτώντας σε μικρογραφία την περιοχή παρατηρήθηκε πως πρόκειται για μια λεπτή λωρίδα εδάφους όπου γίνονται οι χερσαίες μετακινήσεις, περικλειόμενη δεξιά και αριστερά από νερό. Έχοντας τη θάλασσα κατά μήκος της πρόσοψης στον Ισθμό αποφασίστηκε να ενταχθεί το στοιχείο του νερού σε μια μακρόστενη δεξαμενή οριοθετώντας με αυτό και την άλλη πλευρά του μουσείου δημιουργώντας ενδιάμεσα σε Ισθμό και πισίνα τους χερσαίους δρόμους μετακίνησης στο χώρο.
Τρόποι εισόδου
Η είσοδος στο χώρο του μουσείου γίνεται με δύο τρόπους σε 3 σημεία ανάλογα με το σκοπό που εξυπηρετεί το καθένα. Για τους επισκέπτες του μουσείου η είσοδος γίνεται μέσω εξωτερικού κεντρικού κλιμακοστασίου ή πλατφόρμας για ΑΜΕΑ. Το κλιμακοστάσιο ξεκινά στο τελείωμα της ράμπας του σκέπαστρου, αποτελείται από 31 σκαλιά πατήματος 0,30 μ. και πλάτους 2,60 μ.
Το κλιμακοστάσιο αυτό βυθίζει τον επισκέπτη 5,30 μ. από την επιφάνεια του εδάφους. Το επίπεδο αυτό (+58,70 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας) θεωρούμε ότι αποτελεί την αρχή των υψομετρικών μετρήσεων (0,00 ) για τους χώρους του μουσείου για λόγους ευκολίας. Το κλιμακοστάσιο καταλήγει σε ακάλυπτο διάδρομο μήκους 24,00 μ. και πλάτους 2,60 μ.
Η πρώτη πλατφόρμα μήκους 5,30 μ. και πλάτους 3,65 μ. που προορίζεται για τα ΑΜΕΑ βρίσκεται στο τέλος αυτού του διαδρόμου. Οδηγεί τον επισκέπτη στο ίδιο υψομετρικό επίπεδο με το κλιμακοστάσιο, αλλά στο εσωτερικό του κτιρίου, στον χώρο της κεντρικής υποδοχής των επισκεπτών.
Στο δεύτερο σημείο η είσοδος γίνεται μόνο μέσο πλατφόρμας διαστάσεων 5,30 x 3,65 μ. Η πλατφόρμα αυτή δεν προορίζεται για τη χρήση από το κοινό αλλά για τη φορτοεκφόρτωση εξοπλισμού και υλικών που πιθανόν να χρειάζονται για τα εκάστοτε δρώμενα στους χώρους του μουσείου. Αυτή η δεύτερη πλατφόρμα απέχει 85,20 μ. από την πλατφόρμα της κύριας εισόδου και βυθίζει τον χρήστη στο -3,40 μ. από το 0,00 στο χώρο του κεντρικού τμήματος του μουσείου.
Η τρίτη και τελευταία είσοδος στο χώρο γίνεται επίσης μόνο με πλατφόρμα διαστάσεων 5,30 x 3,65 μ. Απέχει 35,90 μ. από τη δεύτερη πλατφόρμα και 20,35 μ. από το τέλος του κτιρίου από τη μεριά της νέας εθνικής οδού. Η πλατφόρμα αυτή οδηγεί τον χρήστη στο ίδιο επίπεδο με τη δεύτερη ( -3,40 μ. από το 0,00) σε ξεχωριστό χώρο που προβλέπεται να εξυπηρετεί τις ανάγκες των extreme sports που λαμβάνουν χώρα στον Ισθμό.
Το μουσείο εσωτερικά
H διάταξη του μουσείου ακολουθεί την πορεία του Ισθμού. Ο όγκος του εκτείνεται κατά μήκος 181,90 μ. παράλληλα με τον Ισθμό και σε πλάτος 16,30 μ., με μέγιστο καθαρό ύψος 12,70 μ. και ελάχιστο 5,00 μ.
Το μουσείο μπορεί νοητά να χωριστεί σε 5 ενότητες ανάλογα με τη χρήση την οποία αποσκοπούν να εξυπηρετήσουν. Ο διαχωρισμός αυτός γίνεται στα: χώρος εισόδου, κεντρικός χώρος, dark rooms, extreme sports και το «κλουβί».
Η είσοδος
Όπως προαναφέρθηκε στο χώρο της κεντρικής εισόδου εισέρχεται κανείς είτε από το κλιμακοστάσιο είτε από την πλατφόρμα. Εισερχόμενος από το κλιμακοστάσιο ο επισκέπτης βυθίζεται στον ακάλυπτο διάδρομο.
Περιμετρικά του διαδρόμου υπάρχουν υαλοπετάσματα ύψους 3,85 μέτρων από τον οποίο ο επισκέπτης βλέπει στα αριστερά του το καφέ – μπαρ του μουσείου που εξυπηρετεί και της ανάγκες των σταθμευμένων επιβατών των ΚΤΕΛ.
Στα δεξιά υπάρχει στεγασμένος διάδρομος μήκους 24,00 μ. και πλάτους 2,90 μ. που διαχωρίζει τον πρώτο από ακάλυπτο κήπο διαστάσεων 24,00 x 3,40 μ. Η στήριξη της οροφής και του υαλοπετάσματος στους διαδρόμους αυτούς γίνεται από υποστηλώματα διατομής 0,40 x 0,10 μ. και ύψους 3,85 μ. τα οποία ισαπέχουν μεταξύ τους 1,90 μ.
Το καφέ – μπαρ καταλαμβάνει όλο το χώρο κατά μήκος του διαδρόμου με πλάτος 5,90 μ. από το υαλοπέτασμα του διαδρόμου μέχρι το υαλοπέτασμα της πρόσοψης. Για τις ανάγκες του καφέ-μπαρ τοποθετείται στη μεριά του κλιμακοστασίου κουζίνα με τον απαραίτητο εξοπλισμό διαστάσεων 4,00 x 2,40 μ. με πάχος τοίχου 0,10 μ.
Πίσω από την κουζίνα, δίπλα στο εξωτερικό κλιμακοστάσιολειτουργεί χώρος W.C. εξυπηρετώντας όλο τον χώρο της εισόδου. Οι τουαλέτες είναι σκεπασμένες με χώμα ώστε να μην φαίνονται τόσο στο επίπεδο της οροφής όσο και στην πρόσοψη, αποσκοπώντας να κρατηθεί οπτικά καθαρό το όριο του κτιρίου. Ο χώρος του W.C. έχει διαστάσεις 7,00 x 5,40 μ. και καθαρό ύψος δαπέδου – πλάκας οροφής 4 μ.
Εισερχόμενος στον χώρο της κεντρικής εισόδου ο επισκέπτης συναντά τον πρώτο κόμβο. Σε απόσταση 13,00 μ. από το υαλοπέτασμα της εισόδου στο στεγασμένο χώρο υπάρχει κλιμακοστάσιο το οποίο οδηγεί στα dark rooms.
Το κλιμακοστάσιο σηματοδοτείται οπτικά στο χώρο με την ύπαρξη τοίχου διατομής 6,30 x 0,50 μ. Δεξιά του υαλοπετάσματος της εισόδου βρίσκεται η πλατφόρμα για τα ΑΜΕΑ, η οποία χωρίζεται από τον ακάλυπτο κήπο με τοίχο μήκους 3,80 μ. από το όριο του μουσείου και πάχους 0,30 μ.
Δίπλα από την πλατφόρμα υπάρχει γραφείο υποδοχής του κοινού για την παροχή πληροφοριών. Ο χώρος του γραφείου χωρίζεται από την πλατφόρμα επίσης με τοίχο μήκους 3,80 μ. από το όριο του μουσείου και πάχους 0,30 μ.
Δίπλα στο γραφείο υποδοχής υπάρχει ένας πρώτος εκθεσιακός χώρος περιβαλλόμενος με υαλοπέτασμα και εκτείνεται σε απόσταση 27,00 μ. από τον διαχωριστικό τοίχο πλατφόρμας – γραφείου.
Στην πρόσοψη του μουσείου και σε κάθετη απόσταση 23,10 μ. από τη τζαμαρία εισόδου, υπάρχει μικρό θέατρο τριών επιπέδων διαστάσεων 5,35 x 3,80 το οποίο βυθίζεται κατά 1,65 μ. από το 0,00 (0,55 μ. υψομετρική διαφορά μεταξύ των τριών επιπέδων).
Τα επίπεδα του θεάτρου συνδέοντα με σκαλοπάτια πατήματος 0,30 μ. και πλάτους 1,60 μ. και στις δύο πλευρές του θεάτρου. Πίσω από το θέατρο τοποθετούνται γραφεία και συστήματα ηλεκτρονικών υπολογιστών τα οποία βρίσκονται σε δικτυακή σύνδεση με το αρχαιολογικό μουσείο της Κορίνθου και παρέχουν βιβλιογραφικό υλικό και πληροφορίες για την ιστορία της περιοχής και της Διόλκου κατά τους αρχαίους χρόνους και μέχρι τη δημιουργία του Ισθμού.
Ο χώρος της κεντρικής εισόδου οριοθετείται και διαχωρίζεται από τον κεντρικό χώρο με στηθαίο πάχους 0,10 μ. και μήκους 14,25 μ. από την πρόσοψη του μουσείου. Το στηθαίο απέχει 40,30 μ. από το υαλοπέτασμα της εισόδου, προστατεύει το κοινό από την υψομετρική διαφορά των δύο χώρων αλλά ταυτόχρονα επιτρέπει την οπτική επαφή και σύνδεση.
Εφαπτόμενα στο στηθαίο και σε απόσταση 4,30 από το όριο της πρόσοψης υπάρχει πλατφόρμα που συνδέει τον χώρο εισόδου με τον κεντρικό χώρο αλλά και με τα dark rooms αποτελώντας έτσι τον δεύτερο κόμβο στην πορεία του επισκέπτη.
Στο τέλος του στηθαίου δημιουργείται ο τρίτος κόμβος. Στο σημείο αυτό σε απόσταση 1,90 από τον τοίχο ξεκινά κλιμακοστάσιο που καταλήγει στον κεντρικό χώρο, με 19 σκαλοπάτια πατήματος 0,30 μ. και πλάτους 1,50 μ. και δίπλα από αυτό υπάρχει κλιμακοστάσιο 10 σκαλοπατιών ίδιου πατήματος και πλάτους, το οποίο ξεκινά 1,60 μ. από τον τοίχο.
Το δεύτερο κλιμακοστάσιο διαχωρίζεται από το πρώτο με τοίχο πάχους 0,10 μ. και καταλήγει στο ψηλότερο διάζωμα της κερκίδας του κεντρικού ακάλυπτου κήπου στο -1,80 μ. από το 0,00. Το καθαρό ύψος του χώρου της εισόδου είναι τα 5,00 μ. απόσταση που μετριέται από το δάπεδο μέχρι την αρχή της πλάκας του δώματος.
Ο κεντρικός χώρος
Ο κεντρικός χώρος του μουσείου μπορεί να χωριστεί σε 3 θεματικές. Τον κεντρικό ακάλυπτο κήπο, το κεντρικό θέατρο και έναν περίκλειστο χώρο.
Ο κεντρικός ακάλυπτος κήπος
Ο κεντρικός κήπος αποτελεί νοητή συνέχεια του ακάλυπτου κήπου της εισόδου. Με καθαρό μήκος 48,40 μ. και πλάτος 6,80 μ. λειτουργεί ως υπόγειος ακάλυπτος χώρος μέσα στο μουσείο συνδέοντας τα όρια εσωτερικού και εξωτερικού.
Στον κήπο πέρα από τα δέντρα υπάρχει η μακρόστενη δεξαμενή νερού διαστάσεων 35,50 x 2,50 στη μεριά του εξωτερικού τοίχου και κερκίδα τριών επιπέδων συνολικού ύψους 1,65 μ. που καταλαμβάνει όλο το πλάτος του κήπου και έχει μέγιστη απόσταση 6,05 μ. από τον τοίχο που διαχωρίζει τα δύο κλιμακοστάσια.
Τα δύο χαμηλότερα επίπεδα έχουν πάτημα 0.90 μ. ενώ στο τρίτο δημιουργείται πλάτωμα καθώς εκεί καταλήγει το κλιμακοστάσιο που ενώνει τον κήπο με την κεντρική είσοδο. Το επίπεδο του κήπου βρίσκεται στο -3,40 μ. όπως και ο υπόλοιπος κεντρικός χώρος. Ο κήπος ενώνεται με το εσωτερικό του μουσείου και απομονώνεται από αυτό ανάλογα με τις απαιτήσεις, χάρη σε δύο βυθιζόμενους τοίχους.
Ο ένας ξεκινά στο τέλος της κερκίδας και έχει μήκος 13,80 μ., ενώ ο δεύτερος βρίσκεται στην άλλη άκρη του κήπου και έχει επίσης μήκος 13,80 μ. Οι δύο τοίχοι ανυψώνονται σε ύψος 4,00 μ. δημιουργώντας ένα συμπαγή, ενιαίο τοίχο ύψους 8,40 μ. μέχρι την αρχή της πλάκας δώματος, μήκους 61,50 μ. από το κλιμακοστάσιο που ενώνει τον κεντρικό με το χώρο εισόδου μέχρι το περίκλειστο τμήμα του κεντρικού χώρου.
Ο συγκεκριμένος τοίχος έχει πάχος 0,50 μ. αφού αποτελεί στήριγμα για τον τριγωνισμό που έχει δημιουργηθεί με την εφαρμογή ενός κεκλιμένου τοίχου. Ο κεκλιμένος τοίχος ξεκινά από την πλάκα δώματος και καταλήγει πάνω ακριβώς από το ύψος των βυθιζόμενων τοίχων.
Ο τριγωνισμός αυτός δημιουργείται ώστε η πλάκα δώματος να καλύψει το μισό του ανοίγματος του κήπου (3,40 μ.) και να προστατεύσει το βατό τμήμα του από καιρικά φαινόμενα, δημιουργώντας παράλληλα ένα ενδιαφέρον παιχνίδι σκίασης.
Ο χώρος του κεντρικού θεάτρου
Ο χώρος του κεντρικού θεάτρου εκτείνεται σε μήκος 62,90 μ. παράλληλα με τον κεντρικό κήπο και πλάτος 8,70 μ. από τον διαχωριστικό τοίχο μέχρι το υαλοπέτασμα της πρόσοψης. Αποτελεί τον κύριο χώρο εκθέσεων και παραστάσεων ενώ το κεντρικό αμφιθέατρο που δημιουργεί η κοιλότητα του χώρου εξυπηρετεί την παρακολούθηση παραστάσεων και την πραγματοποίηση διαδραστικών δραστηριοτήτων.
Σε απόσταση 11,50 μ. από την πλατφόρμα που συνδέει το χώρο εισόδου με τον κεντρικό και σε απόσταση 4,40 μ. από το διαχωριστικό τοίχο υπάρχει μικρό θέατρο διαστάσεων 5,35 μ. σε μήκος και 4,30 μ. σε πλάτος. Το θέατρο αυτό, όπως και της εισόδου, βυθίζεται 1,65 μ. με τρία πλατώματα ύψους 0,55 μ.
Σε απόσταση 12,80 μ. από το μικρό θέατρο υπάρχει κόμβος. Σε αυτό το σημείο ο επισκέπτης είτε συνεχίζει την πορεία του στο διάδρομο μήκους 34,25 μ. πλάτους 2,40 μ. που οδηγεί στον περίκλειστο χώρο, ή κατεβαίνει τα σκαλοπάτια του κεντρικού θεάτρου για να βρεθεί στο πλάτωμα- σκηνή και στο επίπεδο των dark rooms.
Το κεντρικό θέατρο εκτείνεται κατά μήκος της πρόσοψης με διαστάσεις 33,20 x 6,20 μ. και βυθίζεται στο -7,70 μ. από το 0,00. Οι κερκίδες του βρίσκονται εκατέρωθεν του πλατώματος- σκηνής. Κάθε κερκίδα αποτελείται από δύο τμήματα τεσσάρων σειρών, ενδιάμεσα στα οποία υπάρχει επίσης πλάτωμα μήκους 3,90 μ. σε ύψος -5,60 μ. από το 0,00.
Το πλάτωμα – σκηνή ανάμεσα στις δύο κερκίδες έχει μήκος 13,70 μ. και αποτελεί επίσης κόμβο στην πορεία του επισκέπτη. Στο σημείο αυτό ο επισκέπτης μπορεί είτε να περάσει στον χώρο των dark rooms είτε να ανέβει τις απέναντι κερκίδες και να οδηγηθεί στον περίκλειστο χώρο, στο σημείο όπου καταλήγει και ο διάδρομος.
Στο βάθος του πλατώματος, στο σημείο της ένωσης με τα dark rooms υπάρχει βυθιζόμενος – αναδυώμενος τοίχος ο οποίος φράζει ή επιτρέπει την επαφή των δύο χώρων, ανάλογα με τις ανάγκες των δραστηριοτήτων του θεάτρου.
Ο περίκλειστος χώρος
Περνώντας τον χώρο του κεντρικού θεάτρου ο επισκέπτης φτάνει στον περίκλειστο χώρο που στόχο έχει να εξυπηρετήσει ανάγκες του μουσείου που απαιτούν χαμηλότερο φωτισμό. Πρόκειται για παραλληλόγραμμο χώρο εγκάρσιο στην πρόσοψη με μήκος 8,00 μ. και πλάτους 15,30 μ.
Δίπλα στον περίκλειστο χώρο σε συνέχεια του κεντρικού κήπου υπάρχει χώρος W.C. διαστάσεων 6,70 x 6,80 μ. Ενδιάμεσα στο χώρο του W.C. και του κήπου υπάρχει η βυθιζόμενη πλατφόρμα που ενώνει τον κεντρικό χώρο με το εξωτερικό περιβάλλον του μουσείου. Απέναντι από το χώρο των W.C. υπάρχει σε συνέχεια του κεντρικού τρίτος ακάλυπτος κήπος διαστάσεων 20,30 x 6,80 μ. που διαχωρίζεται από το περίκλειστο χώρο με υαλοπέτασμα.
Το «κλουβί»
Συνεχίζοντας την πορεία από τον περίκλειστο χώρο ο επισκέπτης εισέρχεται στο χώρο του «κλουβιού». Πρόκειται για διώροφη μεταλλική κατασκευή με υποστηλώματα τύπου διπλού «Τ» περικλεισμένη με πλέγμα. Ο χώρος του κλουβιού διαχωρίζεται από τον περίκλειστο και από τον χώρο των extreme sports με υαλοπετάσματα μήκους 4,10 μ. το καθένα. Το κλουβί έχει διαστάσεις 15,60 x 4,80 μ. και καθαρό ύψος ορόφου 8,40 μ.
Η οροφή του είναι βατή και υψώνεται +14,40 μ. από το 0,00 (9,15 από την επιφάνεια της οροφής). Το «κλουβί» λειτουργεί ως παρατηρητήριο για την ευρύτερη περιοχή του Ισθμού και λόγο ύψους έρχεται σε άμεσο διάλογο με το σκέπαστρο στην είσοδο, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί ορόσημο που φανερώνει την ύπαρξη του μουσείου από τη νέα και την παλαιά εθνική οδό.
Ο όροφος του κλουβιού αποτελεί το μόνο βατό τμήμα της οροφής του μουσείου, είναι όμως αποκλεισμένος από αυτή με το πλέγμα επιτρέποντας την πρόσβαση μόνο από το εσωτερικό του μουσείου. Η ένωση των επιπέδων του κλουβιού με το εσωτερικό του μουσείου γίνεται με βυθιζόμενη πλατφόρμα διαστάσεων 2,20 x 2,20 μ.
Extreme sports
Προσπερνώντας το κλουβί ο επισκέπτης εισέρχεται σε ένα χώρο μετάβασης στον οποίο βρίσκει άλλον έναν κόμβο. Ο χώρος αυτός είναι παραλληλόγραμμος διαστάσεων 4,95 x 8,90 μ. περικλειόμενος από υαλοπετάσματα που τον διαχωρίζουν από τον κήπο, το κλουβί και το χώρο των extreme sports.
Στο σημείο αυτό ο επισκέπτης καλείται να επιλέξει αν θα ακολουθήσει το κλιμακοστάσιο που βρίσκεται πίσω από το κλουβί και οδηγεί στο μεγάλο θέατρο των dark rooms, αν θα συνεχίσει στο χώρο των extreme sports ή αν θα γυρίσει πίσω στον κεντρικό χώρο του μουσείου.
Εισερχόμενος στην ενότητα των extreme sports ο επισκέπτης βρίσκεται σε χώρο υποδοχής και ενημέρωσης σχετικά με τις δραστηριότητες. Ο χώρος αυτός έχει διαστάσεις 9,30x 8,90 μ. Σε αυτόν καταλήγει η τρίτη πλατφόρμα που εισάγει το κοινό από το εξωτερικό περιβάλλον και βρίσκεται στην απόληξη του τρίτου κήπου. Η πλατφόρμα χωρίζεται από τον κήπο με τοίχο πάχους 0,30 μ. και πλάτους 7,10 μ.
Δίπλα από την πλατφόρμα υπάρχει κλιμακοστάσιο 9 σκαλοπατιών πατήματος 0,30 μ. και πλάτους 3,30 μ. και ανεβάζει τον επισκέπτη στον κύριο χώρο των extreme sports, σε ύψος -1,80 μ. από το 0,00. Το κλιμακοστάσιο χωρίζεται από τη ράμπα με τοίχο πάχους 0,50 μ. και πλάτους 3,30 μ.
Ο κεντρικός αυτός χώρος χωρίζεται από τον χώρο υποδοχής με τοίχο πάχους 0,50 μ. εγκάρσιο της πρόσοψης. Πέρα από το κλιμακοστάσιο, οι δύο χώροι ενώνονται στην πρόσοψη με μικρό θέατρο τριών επιπέδων μήκους 4,60 μ. πλάτους 5,60 μ. και ύψους 1,65 μ. (0,55 μ. κάθε επίπεδο).
Το μήκος του δωματίου είναι 19,30 μ. από τον διαχωριστικό τοίχο της πλατφόρμας και 15,50 μ. από τον διαχωριστικό τοίχο του χώρου υποδοχής, ενώ το πλάτος του είναι 16,00 μ. Στο δωμάτιο υπάρχει παραλληλόγραμμος ακάλυπτος χώρος περικλειόμενος με υαλοπέτασμα διαστάσεων 9,60 x 8,00 μ., o οποίος διοχετεύει φως στο χώρο και εξυπηρετεί εκπαιδευτικές ανάγκες των extreme sports. Στο επίπεδο του χώρου υποδοχής το καθαρό ύψος είναι 8,40 μ. ενώ στον κεντρικό χώρο των extreme sports το ύψος είναι 6,80 μ. από το δάπεδο ως την πλάκα δώματος.
Tα dark rooms
Εισερχόμενος ο επισκέπτης στα dark rooms από την κεντρική είσοδο καλείται να κατέβει κλιμακοστάσιο 44 σκαλοπατιών (με δύο πλατώματα), το οποίο καταλήγει στην πλατφόρμα που ενώνει και τα τρία επίπεδα. Δίπλα ακριβώς στην πλατφόρμα υπάρχει μικρό θέατρο τριών διαζωμάτων (0,55 μ. ύψος το καθένα), μήκους 5,35 μ. και συνολικού πλάτους από το διάδρομο μέχρι το υαλοπέτασμα 6,50 μ.
Συνεχίζοντας την πορεία του ο επισκέπτης βλέπει στα δεξιά τμήμα των βυθιζόμενων τοίχων που αποκλείουν τον κεντρικό κήπο από το κεντρικό θέατρο. Στα αριστερά και σε απόσταση 15,60 μ. ξεκινά κλιμακοστάσιο μορφής «Γ» 43 σκαλοπατιών το οποίο εισάγει τον επισκέπτη μέσα στο βράχο, τον κατεβάζει 15,40 μ. από το 0,00 και τον βγάζει σε στενό πλάτωμα 1,00 x 1,35 μ. στο όριο του πρανούς από όπου μπορεί να εποπτεύσει τη διέλευση στων πλοίων στον Ισθμό και να παρατηρήσει τη στρωματογραφεία του βράχου στην απέναντι παρειά.
Προσπερνώντας το κλιμακοστάσιο σε απόσταση 18,00 μ. από την αρχή του φτάνει σε κόμβο. Στο σημείο αυτό γίνεται η ένωση των dark rooms με τη σκηνή του κεντρικού θεάτρου και ο επισκέπτης καλείται να αποφασίσει αν θα συνεχίσει ή αν θα περάσει στον κεντρικό χώρο του μουσείου. Η ένωση των δύο χώρων μπορεί και πάλι να αποκοπεί με βυθιζόμενο τοίχο μήκους 13,70 μ. Στα δεξιά του διαδρόμου στο σημείο αυτό βρίσκεται και ο δεύτερος βυθιζόμενος τοίχος που αποκόβει τον κεντρικό κήπο από τον κεντρικό χώρο.
Σε απόσταση 5,20 μ. από το διαχωριστικό τοίχο του κόμβου υπάρχει άλλο ένα κλιμακοστάσιο τύπου «Γ», αντιδιαμετρικό και με την ίδια χρηστικότητα με το πρώτο. Στη συνέχεια και σε απόσταση 10,70 μ. από την αρχή του δεύτερου κλιμακοστασίου η πορεία του επισκέπτη στα dark rooms καταλήγει στο μεγάλο θέατρο τεσσάρων διαζωμάτων (0,55 μ. ύψος το καθένα) με συνολικές διαστάσεις θεάτρου 8,80 x 8,40 μ.
Ο διάδρομος των dark rooms καταλήγει στη σκηνή του θεάτρου αυτού και στην προέκτασή του υπάρχει κλιμακοστάσιο, το οποίο ενώνει τα διαζώματα και στη συνέχεια τον χώρο των dark rooms με το επίπεδο του κεντρικού χώρου στον κόμβο του περίκλειστου χώρου δίπλα στο κλουβί.
Η οροφή
Η πλάκα της οροφής στηρίζεται στη μεριά της πρόσοψης σε κολώνες τετράγωνης διατομής 0,50 x 0,50 μ. οι οποίες απέχουν 5,35 μ. η μια από την άλλη. Κάτω από την πλάκα και για τη στήριξή της τοποθετείται ξύλινη κατασκευή φατνωμάτων.
Τα φατνώματα αυτά είναι παραλληλόγραμμα διαστάσεων 1,90 x 1,10 x 0,50 μ. ενώ τα ξύλινα στοιχεία έχουν πάχος 0,10 μ. Ανάμεσα στα φατνώματα είναι τοποθετημένα φωτιστικά και μηχανήματα κλιματισμού και αερισμού.
Στην εγκατάσταση αυτή κρέμεται μεταλλική σχάρα ίδιου καννάβου με τα φατνώματα. Η μεταλλική σχάρα υποστηρίζει μεταλλικό πλέγμα, το οποίο έχει ως σκοπό να αποκρύψει όλους τους βοηθητικούς μηχανισμούς αερισμού και κλιματισμού, αλλά παράλληλα να επιτρέπει στον επισκέπτη να αντιληφθεί τα παιχνίδια φωτός και σκιάς που δημιουργούν τα φατνώματα και τα φωτιστικά.
Πάνω από το κλιμακοστάσιο που ενώνει την κεντρική είσοδο με τον κεντρικό χώρο, μεταξύ των δύο πλακών, υπάρχει κενό εγκάρσια στο κτίριο. Το κενό σκεπάζεται με υαλοπέτασμα και αποσκοπεί να αναδείξει και οπτικά (πέραν από την υψομετρική διαφορά) το διαχωρισμό των δύο χώρων του μουσείου.
Επιπλέον, πάνω από το διάδρομο μεταξύ κήπου και θεάτρου στον κεντρικό χώρο υπάρχει κενό σκεπασμένο με τζαμαρία το οποίο επιτρέπει και διοχετεύει στον κεντρικό χώρο και το θέατρο άμεσο φωτισμό.
Καθώς, όμως, ο χώρος λειτουργεί και για την προβολή εκθεμάτων, ο φωτισμός που εισέρχεται από το κενό αυτό περιορίζεται με τη χρήση κεκλιμένων περσίδων, τοποθετημένων εγκάρσια πάνω από το διάδρομο, μεταξύ τοίχου και φατνωμάτων.
Οι περσίδες αυτές πέραν του περιοριστικού τους ρόλου στον άμεσο φωτισμό δημιουργούν και ένα συνεχώς εναλλασσόμενο μοτίβο φωτός και σκιάς, ανάλογα με τη θέση του ήλιου, δημιουργώντας ένα ενδιαφέρον παιχνίδι μεταξύ των δύο στοιχείων το οποίο αποτυπώνεται στον διαχωριστικό τοίχο και το δάπεδο του κεντρικού χώρου.
Ενεργειακός σχεδιασμός και φωτισμός
Εξελίσσοντας τη μελέτη έγινε η προσπάθεια να ενταχθούν στοιχεία οικολογικού σχεδιασμού, ώστε να δημιουργηθεί ένα κτίριο φιλικό περιβαλλοντικά και ενεργειακά όσο το δυνατόν αυτόνομο.
Όπως ήδη έχει αναφερθεί στο δώμα του εξωτερικού σκέπαστρου έχουν τοποθετηθεί φωτοβολταϊκά συνολικού εμβαδού 900 τ.μ., με στόχο να εξοικονομηθεί μεγάλο μέρος της ενέργειας που απαιτείται για τις ανάγκες του μουσείου.
Παράλληλα, με το σχεδιασμό ζώνης πρασίνου στον περιβάλλοντα χώρο και εσωτερικών κήπων εσωτερικά του μουσείου, δημιουργήθηκαν νησίδες πρασίνου οι οποίες φιλτράρουν τον αέρα από σκόνη και μειώνοντας τη θερμοκρασία κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Οι χώροι αυτοί απομονώνονται από τους εσωτερικούς του μουσείου όταν απαιτείται από τις καιρικές συνθήκες προστατεύοντας τους επισκέπτες.
Τέλος, τα dark rooms εξαιτίας του βάθους στο οποίο βρίσκονται κρατάνε σταθερή θερμοκρασία σύμφωνα με τις αρχές του ενεργειακού σχεδιασμού, επιτρέποντας στους υπόλοιπους χώρους του μουσείου να δέχονται ήπιες αλλαγές θερμοκρασίας καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου.
Όσον αφορά το φωτισμό στους χώρους του μουσείου, ήταν ένα ακόμα θέμα έντονου προβληματισμού κατά την διάρκεια του σχεδιασμού. Ήταν γνωστό από άλλες μουσειολογικές μελέτες πως τα εκθέματα και ειδικά φωτογραφίες και πίνακες πρέπει να προστατεύονται από τον άμεσο ηλιακό φωτισμό. Για το λόγο αυτό επιδιώχθηκε να φωτιστεί ο χώρος με έμμεσο φυσικό και τεχνητό φωτισμό.
Μελετώντας την κίνηση του ήλιου πάνω από τον Ισθμό παρατηρήθηκε πως στο σημείο ενδιαφέροντος η παρειά φωτίζεται μόνο κατά τις πρώτες πρωινές ώρες κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Τοποθετώντας, επομένως, υαλοπέτασμα σε όλο το μήκος της πρόσοψης επιτυγχάνονται τα επιθυμητά επίπεδα φωτισμού κατά τη διάρκεια της ημέρας εκμεταλλεύοντας τον έμμεσο φυσικό φωτισμό και ελαχιστοποιώντας τον τεχνητό. Φως εισάγεται έμμεσα και από τους εσωτερικούς κήπους στο βάθος του κτιρίου το οποίο πάλι μπορεί να περιοριστεί χάρη στους βυθιζόμενους τοίχους.
Τέλος, στα σημεία που απαιτούνται μεγαλύτερα επίπεδα φωτισμού λόγο συγκέντρωσης επισκεπτών ή λόγο λειτουργειών, οι τρύπες της οροφής εισάγουν άμεσο φυσικό φωτισμό, ο οποίος περιορίζεται με τη χρήση σκιάστρων (περσίδες στον κεντρικό χώρο) και με τα φατνώματα που δίνουν επιπλέον πάχος στην πλάκα του δώματος.
Στοιχεία & Συντελεστές Διπλωματικής Εργασίας:
Τίτλος Εργασίας: Στο όριο – Μουσείο σύγχρονης ιστορίας του Ισθμού της Κορίνθου, Φοιτητική Ομάδα Μελέτης: Ελευθέριος Καρύδης – Άγγελος / Ευθύμιος Χατζάτογλου, Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: Έβελυν Γαβρήλου, Σχολή: Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας (Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών), Εξεταστική Περίοδος: Ιούνιος 2017
English Description: Diploma Thesis / At the limit – Museum of modern history of Istmus of Corinth
The Isthmus of Corinth has been a landmark in Greece since ancient times. It’s opening occupied engineers from the Classical period until the end of the 19th century. Any attempts to open the Isthmus in antiquity were ineffective due to lack of know – how. Finally, in the 19th century, the junction of the two bays was succeeded by an amazing project for that period of time, with the help of world-class engineers.
The junction of the Corinthian and the Saronic Gulf with Diolkos changed the data on shipping, replacing the departure from the entire Peloponnese, saving time for crews and resources for merchants to transport their products.
At the same time, thanks to the «tolls» that merchants were called upon to pay for the use of Diolkos, Corinth became a center of commercial control and hence a prominent city state. The result is the opening of the Isthmus became a landmark for the area, a detour for merchant ships and a tourist attraction for all passengers.
Location
The choice of location on the slopes of the Isthmus concerned us from the very beginning to the implementation of the study.
Target
The primary concern of our research, was to create paths along it. At the same time, knowing the traffic difficulties of the area, we tried to integrate into the study, programs that meet the needs of the visitors and of the residents of the surrounding areas. We are pleased that, our creation of a multiprogramme – building, is in use throughout the year.
Additionally, being inspired by the characteristics of the natural environment and human interventions in the area, we have tried to harmonize the building with the space. Finally, knowing that the main use of the building will be cultural, we have tried to incorporate museology principles, interior lighting, and enough space between exhibits. Our aim is to create constant move. It is characterized by a multitude of meeting places, where the visitor is invited to choose different directions, creating a different course each time and a distinct experience of interaction with space, exhibits and functions.
The museum
The conclusion of the study, regarding the configuration of the museum’s spaces and routes, was influenced by the characteristics of the Isthmus. The main source of inspiration was the ancient Diolkos.
According to the archaeological studies drawn up on the ruins of the monument, and in combination with the topography of the area, the scientists have come to the conclusion that the ancient road followed two possible paths with uniquely preserved sections at its two ends, in the Posidonia area on the one side The Corinthian and Isthmia on the side of the Saronic Gulf. It is therefore at the discretion of the visitor-scholar to choose his own path and to follow it. By choosing one path, it discovers the second version and in order to follow it, will have to restart from the beginning, thus creating a totally new experience.
Another element that inspired us from Diolkos is that, its remains are scattered throughout its course and are not limited to a particular place. Other sections are visible to the visitor, while others remain buried or destroyed after later human interventions and natural disasters.
We attempted this continuous shift between obvious and non-obvious, to integrate both in the visual and lighting levels. We created this alternative both with the use of roof openings as well as with the application of raising-sinking walls.
Throughout the building, we create uncovered gardens that allow for visual interaction from and to the interior of the museum. This correlation is intensified by the use of sloping blinds on the roof above the central space, following the uncovered corridor of the entrance and in parallel with the large uncovered garden.
These blinds limit the direct light passing through the central area, allowing the entrance to some beams of light. This creates a constantly changing shading that follows the course of the sun, producing a constant change of light and shadow that is depicted on the wall that separates the uncovered with the covered part of the central space, and marks the direction that the visitor will follow.
A third element that interested us, is the submersible-emerging metal bridges that lie at the edges of the Isthmus in both Isthmia and Posidonia. These bridges have two roles. The first is the temporary exclusion of the channel for the ships by determining their passage every time. Their second role is the land union of the two sides for the needs of the locals, functioning as a detour of the two national arteries.
This logic is part of our design in the form of sinking walls and platforms. Floating walls and platforms allow or forbid the visual contact of indoor spaces by highlighting or hiding according to the needs of specific spaces. At the same time they create new associations, meeting points or obstacles defining the possible paths that a visitor can follow. In addition, the platforms provide a solution to the problem of movement of people with disabilities both inside and outside the museum and at different levels, and allow the immediate transfer of equipment and materials that the museum’s occasional presentations may need.
In addition, the existence of metal structures to support the bridges has inspired us to use similar elements in a part of the museum that required a lighter and more transparent view. The existence of natural cavities in the slopes because of landslides, as well as the cross section of the Isthmus itself, has prompted us to create cavities on the facade of the building, creating amphitheatrical spaces that function as stands for the observation of activities and performances.
The central area
The central area of the museum can be divided into three units: The central uncovered garden, the central theater and an enclosed area.
The central uncovered garden
The main garden is a conceivable continuation of the uncovered garden of the entrance. With a length of 48.40 meters and a width of 6.80 meters, it functions as an underground open space inside the museum connecting the internal and external boundaries.
In the garden beyond the trees there is a water tank (35,50 x 2,50) in side wall, and an outer radius of three levels totaling 1.65 m. Occupies the entire width of the garden and has a maximum distance of 6.05 m, from the wall that separates the two stairwells. The two lower levels have a pressure of 0.90 m while the third one is a platform as the staircase connects the garden with the main entrance. The garden level is at -3.40 m as does the rest of the central area.
The garden connects with the interior of the museum and is isolated according to the needs, thanks to two sunken walls. While the second is on the other end of the garden and also has a length of 13.80 m. This wall has a thickness of 0.50 m as it is a support for the triangulation created by the application of a sloping wall. The inclined wall starts from the roof plate and ends up just above the height of the sinking walls. This triangulation is created so that the roof slab covers half the opening of the garden (3.40 m), and protects its bare part from weather phenomena, while creating an interesting shade game.
Energy planning and lighting
Another issue that concerned us, was the lighting in the museum. We knew from other museological studies that, exhibits and special photographs and paintings must be protected from direct sunlight. For this reason we decided to illuminate the area with indirect natural and artificial lighting.
Observing the movement of the sun above the Isthmus, we noticed that at the point of interest (the wall) is illuminated only in the early morning hours during the summer months. By placing a curtain all along the facade, we achieve D the desired daytime lighting levels by taking advantage of indirect natural lighting and minimizing craftsmanship.
Light is indirectly imported from the interior gardens at the bottom of the building, which can be restrained thanks to the sinking walls. Finally, at the points where higher levels of lighting are required due to the concentration of visitors or because of other activities, the roof holes introduce direct natural lighting, which is limited by the use of shades (blinds in the central space) and panels, giving additional thickness to the roof slab.
Text provided by authors
Facts & Credits of Diploma Thesis:
Title: At the limit – Museum of modern history of Istmus of Corinth, Students: Aggelos – Efthemios Chatzatoglou – Eleftherios Karydis, Supervisor: Gavrilou Evelyn, University: University of Thessaly – Volos – Greece Department of Architecture, Date: June 2017