Ο γενικότερος στόχος της παρούσας διπλωματικής εργασίας από την Ελίνα Βαρουξάκη, είναι η προώθηση της σημασίας και των πλεονεκτημάτων που θα μπορούσε να έχει η κοινωνική κατοικία στην πόλη της Αθήνας, μετά από την βιωματική εμπειρία σε μία συλλογική κατοικία που τρέχει από την δεκαετία του ‘90 στην πόλη της Βαϊμάρης, στην Γερμανία.
Η συνολική σύνθεση και αρχιτεκτονική πρόταση βρίσκεται σε μια ιδιαίτερή θέση κάτω από τον λόφο Στρέφη. Αποτελείται από τρία διαφορετικά κομμάτια, τα οποία λειτουργούν ως αδιάσπαστο σύνολο με την λογική της αυτό-διοργάνωσης και αυτοδιαχείρισης. Η ιδιαιτερότητα της θέσης έγκειται στην διασταύρωση που δημιουργείται μεταξύ της συμβολής των πεζοδρόμων Μεθώνης και Κουντουριώτου και λίγα βήματα κάτω από την Καλλιδρομίου. Εκεί δημιουργείται από τα εδάφη, και τις πεζοδρομήσεις, ένας κόμβος.
Το φαινόμενο του Hababusch
Το κτήριο Hababusch είναι τριώροφο με χώρο κάτω από την στέγη. Κάθε όροφος υπολογίζεται στα 180 τ.μ. Χτισμένο το 1770 με μπαρόκ αρχιτεκτονική. Έχει μία μακρόστενη ενιαία όψη και μία πλαινή όψη. Και στις δύο πλευρές βρίσκεται πόρτα εισόδου αλλα χρησιμοποιείται η δεύτερη στην πλαινή πλευρά.
Ο εντυπωσιακός κισσος στο πλάι κρύβει τα παράθυρα της όψης, τα οποία με τα χρόνια μειώνονταν (σε παλιές φωτογραφίες φαίνονται περισσότερα ανοίγματα). Συνήθως στην πόρτα εισόδου υπάρχει ένα μικρό τραπεζάκι και πιο δίπλα διάφορα ποδήλατα.
«(…)Στον πρώτο όροφο, ο χώρος είναι μικρός και μακρόστενος. Σχεδόν σαν κινηματογραφική σκήνη. Υπάρχουν φυτά και αντικείμενα παντού με θερμά χρώματα, χωρίς προφανή οργάνωση. Είναι ο πιο ζεστός χώρος του σπιτιού και λόγω χρωμάτων, χαρακτήρα αλλά και λόγω επιτυχημένης θέρμανσης. Εκτείνονται όλες οι απαραίτητες εγκαταστάσεις στις δύο απέναντι παράλληλες πλευρές.
Από την μία οι πάγκοι, με τα μάτια αερίου, φούρνο, τον νεροχύτη και στην απέναντι πλευρά ένα μικρό τραπέζιμε δύο καρέκλες στην ίδια διεύθυνση και το ψυγείο στην γωνία. Υπάρχουν μυρωδικά και πλήθος από βαζάκια με σπόρους.
Τηγάνια από μέταλλο ειδικά για γκάζι και μαχαίρια που ακονίζονται με μεράκι από ένα μέλος του σπιτιού. Τα πιάτα, καθώς και τα ποτήρια δεν είναι επιλογή σερβίτσιου με ομοιόμορφα χαρακτηριστικά, αλλά σαν ένα πλεκτό με διάφορες υφάνσεις (…)»
Για μία σειρά από κοινωνικοπολιτικούς λόγους, η πόλη της Αθήνας δεν κατάφερε να εισάγει ιδεολογικά την έννοια της κοινωνικής κατοικίας και της αυτοδιαχείρισης. Η κουλτούρα, όμως, δεν είναι έμφυτη στον άνθρωπο. Καλλιεργείται και πλάθεται.
Έτσι, η αρχιτεκτονική πρόταση αποτελεί ένα παράδειγμα πιθανής ένταξης της κοινωνικής κατοικίας σε ένα από τα πολλά παραδείγματα κενών οικοπέδων με εγκαταλειμμένων κελυφών στην Αθήνα. Θα μπορούσε να είναι σε διάφορα άλλα μέρη και με διαφορετικές μορφές.
Σίγουρα όμως θα πρέπει να εκμεταλλευτεί τα ήδη μελανιασμένα σημεία της Αθηνάς: τα κενά αχρησιμοποίητα οικόπεδα που κινδυνεύουν να γίνουν υπερπολυτελή τύπου Airbnb, τα εγκαταλελειμμένα διατηρητέα που τόσο θέλουν προστασία, αλλά άλλο τόσο δεν υπάρχουν τα κονδύλια και η αναστροφή της λογικής του ενοικίου, που με την αυξομειώσεις των τιμών, οδηγεί πολλούς Αθηναίους να τα εγκαταλείπουν και στην θέση τους να κατοικούν πρόσκαιρα τουρίστες.
Συστήνοντας την συνολική σύνθεση από Βορρά προς Νότο (χωρίς να υπάρχει ιεραρχική δόμηση) βρίσκεται η οικία Λαπαθιώτη (νεοκλασικό και διατηρητέο κτήριο του 19ου αιώνα), ένα ζευγάρι ισόγειων κτηρίων με δημόσιες χρήσεις και εμπρόσθιο ανοιχτό χώρο και τέλος μεταξύ δύο πολυκατοικιών, βρίσκεται ένα νέο κτήριο ξενώνων μικρού δυναμικού, με μέγιστη χωρητικότητα 25 άτομα.
Τα δύο νέα κτήρια, είναι μεταλλικά, ενώ η οικία Λαπαθιώτη ανακαινίζεται στην αρχική της μορφή, ακολουθώντας τα αντίστοιχα ΦΕΚ. Οι δημόσιοι χώροι του γωνιακού οικοπέδου παραμένουν στο ύψος του ισογείου και εκμεταλλεύονται το υψόμετρο του οικοπέδου.
Για την ενεργοποίηση των τριών σημείων δράσης στην περιοχή μελέτης επαναφέρονται τα γνωσιολογικά αντικείμενα του Hababusch, τα σχεδιαστικά εργαλεία, τα διδάγματα. Τα γνωσιολογικά αντικείμενα, τα εργαλεία του Hababusch αποτελούν το φίλτρο σύνθεσης των σημείων δράσης.
Για παράδειγμα η κουζίνα του πρώτου ορόφου του Hababusch, μεταγράφεται ως μοναδικός χώρος συγκέντρωσης στην οικία του Λαπαθιώτη, ως κεντρικός δημόσιος χώρος στο Publikum και ως ελάχιστες διαστάσεις κουζίνας στο Hostel.
Τα τρία διαφορετικά σημεία δράσης λειτουργούν ανεξάρτητα αλλά και μαζί στο ίδιο πρόγραμμα. Στο πρόγραμμα που δημιουργεί συλλογική κατοικία και λειτουργία ξενώνα μικρού δυναμικού με απαραίτητες δημόσιες/ κοινόχρηστες λειτουργίες.
Ανακαινίζεται με επανακατοίκηση και δημιουργία συλλογικής κατοικίας με χώρους πολιτιστικών δράσεων στους υπόγειους χώρους. Τα υπνοδωμάτια σχεδιάζονται με την λογική της μονάδας ύνπου, ελάχιστων διαστάσεων και πατάρι, εφόσον το ύψος το επιτρέπει. Συγχρόνως η αυλή, η οποία αποτελούσε από την αρχή της αρχιτεκτονικής σύλληψης, κεντρικό στοιχείο, μεταγράφεται ως σημείο επαφής και επικοινωνίας του δημόσιου με ιδιωτικού χώρου.
Αποτελείται από δύο ισόγειους επιμήκεις παράλληλους παραλληλόγραμμους χώρους. Μπροστά βρίσκεται η πλατεία, αρκετά μεγάλη για την ανάπτυξη κοινωνικών σχέσεων, συντήρηση των υφιστάμενων και φιλοξενία δρώμενων αλλά χωρίς να είναι αχανές.
Στις δύο πλευρές βρίσκονται ενιαία περιμετρικά σκαλάκια που οδηγούν στην επόμενη στάθμη της εισόδου. Η πλατεία ακολουθεί την υλικότητα των πεζοδρόμων και χρησιμοποιεί πλακάκι ίδιων διαστάσεων σε κατάλληλες κατευθύνσεις. Η οπτική επαφή με την οικία Λαπαθιώτη είναι μη συνεχής αλλά δεσπόζει τόσο από την κουζίνα όσο και από τον ανοιχτό χώρο.
“Το Hostel αποτελεί την μεγαλύτερη κατά μήκος και καθ’ ύψος επέμβαση”.
Πρόκειται για την σύνθεση ξενώνα χωρητικότητας 25 ατόμων με την λογική μεμονωμένων καψουλών ύπνου και με απαραίτητες βοηθητικές λειτουργίες επιμέρους κουζίνες, σαν έπιπλα και χώρους υγιεινής χωρισμένους σε τουαλέτες και ντουζ.
Από την σύνθεση κάθε κάψουλας ύπνου με την γειτονική της, προκύπτουν νέα επίπεδα, τα οποία μπορούν να είναι προσβάσιμα και με επιμέρους σκάλες (όπως σε κουκέτες). Παρόλα τα ενδιάμεσα επίπεδα και τις απρόσμενες γωνιές που ανακαλύπτουν, το σύνολο του κτηρίου μπορεί να χωριστεί σε 5 ορόφους, όπου οι δύο τελευταίοι αποτελούν χώρους έξαρσης σαν μπαλκονάκια.