Στο έργο αυτό έγινε συστηματική προσπάθεια αποκατάστασης & ανάδειξης ενός υφιστάμενου διατηρητέου κελύφους με ιστορικά μορφολογικά χαρακτηριστικά νεοκλασικού ύφους και ταυτόχρονα της επεξεργασίας μιας σύγχρονης προσθήκης, ώστε να αναπτύσσονται σ’ ένα ενιαίο λειτουργικό πρόγραμμα με ιδιαίτερες απαιτήσεις και περιεχόμενο σε επτά ορόφους ανωδομής και πέντε υπόγεια συνολικής επιφάνειας 7250 τ.μ.
Το νέο μουσείο χωροθετήθηκε σε γωνιακό οικόπεδο στο οποίο προστέθηκε ένα όμορο ακίνητο μετά τη φάση μελέτης. Το ενιαίο επίπεδο βρίσκεται μέσα στο πυκνά δομημένο αστικό τοπίο της πρωτεύουσας, κοντά στο ιστορικό κέντρο.
Έχει πρόσωπο στην πλατεία του ναού του Αγ. Σπυρίδωνα στο Παγκράτι. Το Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή ανέλαβε την ανάπλαση της κλιμακωτής πλατείας και του βαθμιδωτού πεζόδρομου στα πλαίσια σχετικής δωρεάς προς το Δήμο Αθηναίων.
Έτσι, διαμορφώθηκε μια νέα μικρή πλατεία μπροστά από την είσοδο του Μουσείου ενώ η πλατεία της εκκλησίας αναμορφώθηκε με απομείωση της έντονης κλίσης της. Η κλιμάκωση έγινε με οξειδωμένη λαμαρίνα ικανού πάχους για τη συγκράτηση των πρανών.
Πριν σχεδιαστεί η τελική εικόνα που βλέπουμε σήμερα έγιναν πολλές προσπάθειες όσον αφορά την ταυτότητα και τη φυσιογνωμία της νέας πτέρυγας και υπήρξε πολύχρονη προσπάθεια μέχρις ότου να δοθεί σύμφωνη γνώμη του υπουργείου Πολιτισμού.
Από τον πρώτο έως τον τέταρτο όροφο αναπτύσσονται οι αίθουσες των μόνιμων εκθέσεων ενώ στο α’ υπόγειο υπάρχει ο χώρος των περιοδικών εκθέσεων.
Λειτουργικά συνδυάζεται ο εκθεσιακός και ο παιδευτικός χαρακτήρας, που προϋποθέτει η οργάνωση και το πνεύμα ενός σύγχρονου μουσείου, με χώρους βιβλιοθήκης, αίθουσας διαλέξεων, video room και παιδικό εργαστήρι, ενώ προστίθεται σε αυτούς και café-εστιατόριο κοντά στην είσοδο, με πρόσβαση στην υπαίθρια προστατευμένη αυλή στη στάθμη του ημιώροφου.
Οι χώροι, αναπτύσσονται λειτουργικά γύρω από ένα κεντρικό κλιμακοστάσιο στο οποίο εισάγεται διάχυτος φυσικός φωτισμός μέσω των γυάλινων ανελκυστήρων.
Από τον γ’ όροφο και άνω, οι χώροι οργανώνονται σε δύο άξονες συγκλίνοντες στο σημείο του κατακόρυφου πυρήνα κυκλοφορίας, που γίνεται έτσι δεσπόζον σημείο αναφοράς. Στην τελευταία στάθμη με τα γραφεία διοίκησης, δημιουργείται βαθιά περιμετρική κόγχη, ως επίστεψη του κτιρίου.
“Κύριος στόχος του σχεδιασμού των όψεων της νέας πτέρυγας ήταν η οπτική αφαίρεση συγκριτικά με ένα αρκετά επιβαρυμένο αισθητικά γύρω περιβάλλον”.
Έγινε ιδιαίτερη προσπάθεια να αντιμετωπισθεί το μεγάλο ύψος της επέκτασης και σε αυτό συνέβαλλε ο σχεδιασμός με τον τονισμό των οριζόντιων χαράξεων αντιστικτικά ως προς τους κατακόρυφους άξονες οργάνωσης των όψεων του νεοκλασικού.
Ογκοπλαστικά, προβάλλεται το τριώροφο διατηρητέο κτίσμα, με νέα βάση που επενδύθηκε με πλάκες πωρόλιθου όμοιες με αυτές της σύγχρονης επέκτασης. Η νέα προσθήκη, οπισθοχωρεί, δημιουργώντας έναν διακριτό όγκο εν εσοχή με σύγχρονο μορφολογικό λεξιλόγιο.
Η επένδυση του νέου κελύφους, γίνεται από αναρτημένες πλάκες ωχρού πωρόλιθου Έδεσσας, με οριζόντιο κάναβο, εναλλάξ τοποθέτηση σε δύο ζώνες διαφορετικού ύψους και επεξεργασίας της επιφάνειας. Οι φαρδιές ζώνες διαμορφώνονται από πολύ μεγάλες πλάκες διαστάσεων 106Χ225 εκ.
“Το μεγάλο μέγεθος ήταν βασική επιλογή εξ’ αρχής που έχει σχέση με τη λιτή έκφραση και την ένταξη προς το διατηρητέο κέλυφος και το δημόσιο χαρακτήρα του κτηρίου”.
Οι πλάκες πάχους 3 εκ. ενισχύθηκαν από την πίσω πλευρά με υαλόπλεγμα και ρητίνη και είναι εμποτισμένες με υλικό αδιαβροχοποίησης. Λόγω του μεγάλου μεγέθους των πλακών επιλέχθηκε σύστημα ανάρτησης με οδηγούς αλουμινίου οι οποίοι υποστηρίζουν και συγκρατούν περιμετρικά τις πλάκες.
Το σύστημα αποτελείται από τους κύριους ορθοστάτες οι οποίοι με κατάλληλα στηρίγματα στερεώνονται στον φέροντα οργανισμό του κτιρίου και στα μεταλλικά δικτυώματα του κελύφους που σχεδιάστηκαν ειδικά για την παραλαβή των φορτίων της ορθομαρμάρωσης.
Στη συνέχεια τοποθετείται ο δευτερεύων σκελετός από οριζόντιες τραβέρσες αλουμινίου πάνω στις οποίες τοποθετούνται οι πλάκες. Τέλος, πάνω στις τραβέρσες προσαρμόζονται κατακόρυφα προφίλ για την πλευρική στήριξη των πλακών.
Η τελική τους επιφάνεια έχει διαφορετική επεξεργασία ανάλογα τη θέση τους στην όψη. Οι φαρδιές πλάκες είναι στοκαρισμένες και γυαλισμένες ματ ενώ οι στενές ύψους 40εκ είναι αστοκάριστες και αγυάλιστες. Αυτές συνδυάζονται με συνεχείς γραμμικές εσοχές με φεγγίτες που εισάγουν το φυσικό φως στους εκθεσιακούς χώρους.
Στην απόληξη τοποθετήθηκε ηχοπέτασμα από διάτρητη λαμαρίνα για τις κλιματιστικές μονάδες και εγκαταστάσεις του δώματος ενώ στις πίσω πλευρές έγινε θερμοπρόσοψη, με γραμμικές εσοχές από χαλύβδινα στοιχεία UPN.
Η πρώτη ήταν βέβαια η θέση του γωνιακού κτηρίου. Από τη μια πλευρά τα στενά πεζοδρόμια της οδού Ερατοσθένους και η γραμμή του τρόλεϊ και από την άλλη ο κλιμακωτός πεζόδρομος. Υπήρξε ελάχιστος λοιπόν εργοταξιακός χώρος και μεγάλο βάθος εκσκαφής (είκοσι μέτρα από τη μια πλευρά και είκοσι επτά από την άλλη).
Σ’ αυτά ήρθε να προστεθεί η απαίτηση του ΥΠΠΟ για διατήρηση του τοίχουπρος τον ακάλυπτο χώρο που ενώ δεν έφερε κανένα ενδιαφέρον δημιούργησε τεράστιες δυσκολίες στην αντιστήριξη και εκσκαφή.
Όσον αφορά τους εσωτερικούς χώρους επιλέχθηκε το γκρι μάρμαρο Αγρινίου για το φουαγιέ εισόδου και αμφιθεάτρου και το κεντρικό κλιμακοστάσιο ενώ στις μόνιμες εκθέσεις τοποθετήθηκαν ξύλινα δάπεδα από αμερικάνικη δρυ.
Το αμφιθέατρο των 190 θέσεων διαθέτει σκούρο βινυλικό δάπεδο και επενδύσεις με εναλλασσόμενα ξύλινα πηχάκια που τοποθετήθηκαν χαμηλά και ακολουθούν την κλίση του αμφιθεάτρου και από πάνω μια λευκή κυματιστή ζώνη που διαμορφώνεται περιμετρικά σε μια προεξοχή με κρυφό φωτισμό.
Κρυφοί φωτισμοί χαρακτηρίζουν και το κεντρικό κλιμακοστάσιο στο οποίο το μεταβαλλόμενο πλάτος στηθαίου δίνει την εντύπωση μιας συνεχούς λευκής ταινίας από το τρίτο υπόγειο έως τον πέμπτο όροφο και διαμορφώνει το διευρυμένο φανάρι της σκάλας στην απόληξη της οποίας τοποθετήθηκε μεγάλο skylight.
Ειδικές κατασκευές σχεδιάστηκαν μεταξύ πολλών άλλων για τα σταθερά έπιπλα του receptiondesk, του café για το παιδικό εργαστήρι και τη βιβλιοθήκη.
Τέλος στο κεντρικό lobby επενδύθηκε ο βασικός τοίχος έναντι του ανεμοφράκτη εισόδου με μαύρο γρανίτη, όπως και όλες οι πορτοσιές των θυρών από το γ’ υπόγειο έως τον πέμπτο όροφο.
Ειδική κατασκευή στις αίθουσες των μόνιμων εκθέσεων αποτελούν οι χωνευτές συρόμενες πόρτες πυρασφαλείας με θυρίδα διαφυγής, που την ώρα λειτουργίας του Μουσείου είναι αόρατες κρυμμένες εντός της τοιχοποιίας επιτρέποντας την ανεμπόδιστη κυκλοφορία του κοινού.
Στο νέο Μουσείο προβλέφθηκε μια πρωτοποριακή τεχνική στεγανολεκάνης πολλαπλών στρώσεων. Λόγω των πέντε υπογείων, τα τρία εκ των οποίων για κύρια χρήση, του μεγάλου βάθους εκσκαφής (20μ από τη μια πλευρά και 27μ από την άλλη) και του υψηλού υδροφόρου ορίζοντα (μόλις στα 2μ) επιλέχθηκε ένα σύστημα με περισσότερες της μιας γραμμής άμυνας.
Το σύστημα αυτό έπρεπε να αποτελεί αξιόπιστο φράγμα υδρατμών, αποδοτική ζώνη θερμομόνωσης σε μικρό πάχος και ανθεκτικό σε κρούσεις από τα συνεργεία σκυροδέτησης που θα ακολουθούσαν.
Το σύστημα περιλάμβανε αποστραγγιστικά φύλλα, μπεντονιτική μεμβράνη, και ψεκαστή πολυουρία ανάμεσα σε δύο στρώσεις ειδικού αφρού πολυουρεθάνης υψηλής πυκνότητας.
Με τον τρόπο αυτό αντιμετωπίστηκαν με επιτυχία πολύ δύσκολα σημεία της προσωρινής αντιστήριξης του νεοκλασικού με χαλύβδινο φορέα ο οποίος μπορούσε να αποξηλωθεί μόνο μετά την κατασκευή του φέροντα οργανισμού από οπλισμένο σκυρόδεμα.