Το αρχιτεκτονικό γραφείο DO:GMaέλαβε μέρος στον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό «Συγκρότημα Κοινωνικής Κατοικίας στα Πάνω Πολεμίδια στην Επαρχία Λεμεσού», παρουσιάζοντας μια πρόταση που έχει ως θεωρητική αφετηρία την ανάγκη εξόδου του σύγχρονου ανθρώπου από τον ασφυκτικό κλοιό της χρησιμότητας και της ωφελιμοθηρίας, μέσω της συμμετοχής του, στις από κοινού αποφάσεις για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της σημερινής ζωής.
Όριο, ως Βάθος
Η άμεση σχέση με θεσμικές διαδικασίες οποιασδήποτε κλίμακας αποτελεί θεμελιώδη παράγοντα θετικής ενεργοποίησης της ύπαρξης, την ίδια στιγμή κατά την οποία αποτελεί την ουσιαστικότερη καταστρατήγηση του «εγώ».
Το βίωμα, ως η πρακτική και άμεση αντίσταση στο κήρυγμα από οποιοδήποτε πομπό και με οποιοδήποτε περιεχόμενο, είναι δυνατό από μόνο του να καταργήσει τις αποστάσεις του ατόμου από την πραγματικότητα, και με εφόδια το σεβασμό και την αναγνώριση της μοναδικότητας, να το καταστήσει ον κοινωνικό και κατανοητικό.
Η συμβολή της κατανόησης – μίας φράσης, μίας ανάγκης, ή ενός συμβάντος – είναι σημαντική στη δημιουργία της κοινής ιδέας και της προϋπάρχουσας συλλογικής γνώσης πάνω στην οποία βασίζεται η αλήθεια. Η τελευταία, ετυμολογικά (α + λήθη = εμφάνεια, μη απόκρυψη), αλλά και σημειολογικά (σύμπτωση κοινής διαπίστωσης), επαληθεύεται κοινωνούμενη στην εμπειρία της σχέσης. Έτσι, δημιουργείται η Πόλη.
Διάταξη, και κάνναβος ως μήτρα
Η πρόταση επιδιώκει συστηματικά τον κατά βούληση συσχετισμό του κατοίκου κάθε οικιστικής μονάδας με το άμεσο και, σταδιακά, με το ευρύ κοινωνικό περιβάλλον. Λειτουργεί ως προτεραιότητα η εξασφάλιση της ιδιωτικότητας κάθε οικιστικής μονάδας.
Παρέχεται, σε κάθε οικιστική μονάδα, μέσω της επέκτασης του εσωτερικού χώρου σε εξωτερικό, καλυμμένο, χώρο, αλλά και κήπο – επαφή με τη γη. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η πρόταση στοχεύει στον άμεσο συσχετισμό του χρήστη με τον τόπο, αλλά και η ενίσχυση του στοιχείου της κοινής κατοικημένης επιφάνειας με τη διπλανή και το διπλανό του.
“Κατόπιν, με στόχο την οικονομία χώρου και περιμέτρου, οι μονάδες οργανώνονται σε ομάδες”.
Η μεσοτοιχία και η κοινή περίμετρος δημιουργούν σχηματισμούς, οι οποίοι, με συνδυασμό μεταξύ τους δημιουργούν δίκτυο συνδυασμένων οικιστικών ομάδων, με δυνατότητα επέκτασης σε κάνναβο. Η τελευταία λειτουργεί προγραμματικά, ως όριο και διεπαφή, ενώ δεν περιορίζεται σε μονοδιάστατη (γραμμική) συνθήκη.
Η ανάπτυξη προσανατολίζεται σύμφωνα με το ανάγλυφο του τεμαχίου υπό ανάπτυξη. Τα επίπεδα οργανώνονται σε αναβαθμίδες ενιαίου πλάτους και ίσης υψομετρικής διαφοράς μεταξύ τους, ώστε να διατηρηθεί στο βέλτιστο βαθμό το υφιστάμενο ανάγλυφο.
Το ακριβές πλάτος σχεδιάζεται έχοντας λάβει υπόψη παραμέτρους που αφορούν την πολεοδομία (αποστάσεις, συντελεστές, ορισμούς), την αρχιτεκτονική πρόταση (προγραμματικός στόχος), τη δομοστατική διάρθρωση (ανοίγματα, καταπονήσεις, οικονομία υλικού), και το κτηριολογικό πρόγραμμα (αριθμός μονάδων, εμβαδόν, και απαιτήσεις).
Προκρίνεται διάσταση της καννάβου τέτοια ώστε να μπορεί να εξυπηρετήσει τα απαιτούμενα εμβαδά ανά επίπεδο, ώστε η κύρια οικιστική μονάδα (κατοικία τριών υπνοδωματίων) να μπορεί να αναπτυχθεί, και να διαχωριστεί σε ιδιωτικό και δημόσιο ανά επίπεδο, σε ένα κελί της καννάβου.
“Οι – οργανωμένες σε ομάδες – οικιστικές μονάδες διατάσσονται στην κάνναβο με γνώμονα την ενεργοποίηση συσχετισμών μεταξύ μονάδων γειτονικής ομάδας”.
Ενώ το περιουσιακό όριο μεταξύ των μονάδων είναι υπαρκτό και – κατά βούληση εμφανές – επιδιώκεται μέσω της οπτικής σύνδεσης να καλλιεργηθεί η επιθυμία διερεύνησης του εύρους της γειτονίας και της σύσφιγξης των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων.
Η επάλληλη λειτουργία των συνδέσεων είναι δυνατό να διευρύνει την έννοια της γειτονίας και να δομήσει σταδιακά ένα ενιαίο δίκτυο με ισχυρούς κοινωνικούς δεσμούς στο σύνολο των μονάδων και έξω από αυτό.
Στο οδικό σύνορο των τεμαχίων τοποθετούνται οι προσβάσεις πεζών, υπηρεσιών και οχημάτων από το οδικό δίκτυο, ενώ το μήκος της επαφής του τεμαχίου με τα όμορα τεμάχια, διατρέχεται από ράμπα πρόσβασης οχημάτων προς και από τους χώρους στάθμευσης των μονάδων που βρίσκονται εσωτερικά της ανάπτυξης.
“Με αυτή τη διάταξη, η κίνηση οχημάτων και οι προσβάσεις σχεδιάζονται εκτός πυρήνα”.
Τον τελευταίο, πέραν των ιδιωτικών εξωτερικών χώρων στην περίμετρο κάθε μονάδας, διατρέχει στον άξονα Βορρά-Νότου μία ελικοειδής διαδρομή– κλιμακωτή στη μία πτυχή της, επίπεδη στην άλλη, αφού ακολουθεί το ανάγλυφο – η οποία εξυπηρετεί τη διακίνηση διαμέσου της ανάπτυξης, την ίδια στιγμή που αποτελεί ζώνη διακίνησης και δραστηριότητας στη διεπαφή μεταξύ μονάδων.
Κάθε κελί της καννάβου που βρίσκεται στον πυρήνα και δεν καταλαμβάνεται από κτήριο τελεί υπό τη συνθήκη αντιπαραβολής δύο ιδιωτικών υπαίθριων χώρων εκατέρωθεν της ζώνης διακίνησης.
Το συνθετικό, αυτό, στοιχείο, επιδιώκει να συνδέσει το ιδιωτικό με το δημόσιο και πάλι με το ιδιωτικό δημιουργώντας αισθητικές και νοητές συνδέσεις μεταξύ των παρισταμένων, είτε βρίσκονται σε στάση, είτε βρίσκονται σε κίνηση, είτε βρίσκονται στο σπίτι, είτε βρίσκονται εκτός.
Η συναναστροφή μεταξύ των κατοίκων γειτονικών και διευρυμένης γειτονίας μονάδων ενθαρρύνεται περαιτέρω από την ενίσχυση της δυνατότητας οπτικής διείσδυσης που παρέχεται από τη διαμπερότητα των μονάδων στο ισόγειο και τη δυνατότητα αμφιθέασης σε συνδυασμό με τον όροφο.
“Η ιδιωτικότητα των μονάδων (ιδιαίτερα στη ζώνη των υπνοδωματίων στον όροφο) παραμένει ως επιλογή, μολαταύτα δεν είναι η μοναδική”.
Στο σύνολό τους, οι είκοσι-οκτώ (28) οικιστικές μονάδες, προκύπτουσες από την ενεργοποίηση της καννάβου στο πεδίο υπό ανάπτυξη, βάσει των παραμέτρων που τέθηκαν, διατηρούν σχέσεις άμεσης και έμμεσης γειτονίας, με αριθμό άλλων μονάδων ικανό να θέσει τις βάσεις για το σκεπτικό της πρότασης.
“Η καταληκτική συνθήκη της αρχικής πρόθεσης είναι η κατάργηση της ανάγκης και της παρουσίας των περιφράξεων για προστασία γύρω από κάθε μονάδα”.
Το πρώτο και πιο αποφασιστικό βήμα προς εκείνη την κατεύθυνση γίνεται με την παροχή της υποδομής. Η ενεργοποίηση και απενεργοποίηση αυτής της – εκ πρώτης σκέψης – ουτοπικής πρόθεσης αφήνεται στους κατοίκους των μονάδων με στόχο να αποτελέσει την πρώτιστη και πιο σημαντική πολιτική τους θέση.
Στην ανάπτυξη περιλαμβάνονται δύο κατοικίες δύο υπνοδωματίων (2Χ2υ), είκοσι-τέσσερις κατοικίες τριών υπνοδωματίων (24Χ3υ), και δύο κατοικίες τεσσάρων υπνοδωματίων (2Χ4υ). Στο σύνολό της, η ανάπτυξη φιλοδοξεί να φιλοξενήσει 84-112 κατοίκους αναλόγως με τον τύπο της οικογένειας που θα φιλοξενηθεί σε κάθε μονάδα.
Στο Βόρειο τμήμα της ανάπτυξης (Τμήμα Α) χωροθετούνται πέντε οικιστικές μονάδες (2Χ2υ + 1Χ3υ + 2Χ4υ = 15-20 μόνιμοι κάτοικοι) ομαδοποιημένες σε ένα στερεό των πέντε μονάδων, ενώ στο Νότιο τμήμα (Τμήμα Β) χωροθετούνται 23 οικιστικές μονάδες (23Χ3υ = 69-92 μόνιμοι κάτοικοι), ομαδοποιημένες σε πέντε στερεά των τριών μονάδων και δύο στερεά των τεσσάρων μονάδων.
Ο χώρος της εστίας, σχεδιάζεται απέναντι από την κλίμακα που οδηγεί στον όροφο, ώστε να αποτελεί τη συνδετική περιοχή μεταξύ του χώρου διημέρευσης και του χώρου ανάπαυσης. Καθιστικό και τραπεζαρία επωφελούνται από τη διαμπερότητα του σχεδιασμού, και την ευκαιρία της υπαίθριας προέκτασης, και ως προγραμματική συνθήκη (αμφιθέαση και επαφή με τη γη και τους γείτονες), και ως μνεία στο μεσογειακό τρόπο ζωής που ευνοεί την υπαίθρια δραστηριότητα.
Ο όροφος ανάπαυσηςκαι περισυλλογής σχεδιάζεται με τα υπνοδωμάτια, εκατέρωθεν διαδρόμου, ο οποίος στη στέψη και τη βάση του, περιέχει τους υγρούς χώρους (πλυσταριό και λουτρό).
Οι προεξοχές έξω από τα υπνοδωμάτια στο επίπεδο οροφής ισογείου και οροφής ορόφου προσφέρουν τη δυνατότητα σκίασης στους προσανατολισμούς που διευκολύνεται, αλλά, κυρίως, την ευκαιρία διατήρησης φυτών εξωτερικού χώρου γύρω από το υπνοδωμάτιο.
Έχοντας εις γνώση, ότι η χρήση τους πιθανόν να μην περιοριστεί στη φύτευση και με την βεβαιότητα ότι η συγκεκριμένη κίνηση αποτελεί την ελάχιστη δυνατή υπονόμευση των πολεοδομικών κανονισμών για τις μη-βατές αρχιτεκτονικές προεξοχές, σχεδιάζεται κιγκλίδωμα μέχρι το απαιτούμενο επίπεδο για προστασία.
Η οροφή σχεδιάζεται ως μη-βατό δώμα, έχει πρόσβαση από εξωτερική σκάλα και προορίζεται για υπηρεσίες σχετικές με την υδραυλική και ηλεκτρική εγκατάσταση.
Η διεύρυνση της γειτονίας μέσω της διεύρυνσης του βάθους του υπαρκτού ορίου, αντιπροσωπεύει κατά κάποιο τρόπο και σε ένα βαθμό την ανατροπή, ή, έστω, την υπονόμευση, της επικρατούσας κανονιστικής συνθήκης διαχωρισμού του οδικού συνόρου με το έτερο σύνορο.
Η πρόταση διαχειρίζεται τα σύνορα κάθε μονάδας ως κοινά είτε είναι οδικά είτε είναι άλλου είδους, ενώ ταυτόχρονα το όριο μεταξύ των μονάδων αποκτά βάθος συναρμογής, ώστε να διευκολυνθεί η συνύπαρξη με μεγαλύτερο αριθμό μονάδων από τις όμορες. Το όριο της συνύπαρξης, μετατρέπεται σε συνύπαρξη επί του ορίου. Αυτή η αρχιτεκτονική πρόνοια αποτελεί την ελάχιστη πολιτική συμβολή προς το στόχο του να ζούμε μαζί.