Το συμβολαιογραφείο στεγάζεται σε ισόγειο χώρο 34 τ.μ. στην περιοχή του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης. Η προηγούμενη χρήση του χώρου ως εργαστήριο ξυλουργικής επέβαλε την ολική ανακαίνιση του από μηδενική βάση. Η αρχικά ενιαία κάτοψη διαχωρίστηκε λειτουργικά σε 3 τμήματα – γραμματεία, κυρίως γραφείο και ζώνη βοηθητικών λειτουργιών (κουζίνα και WC) – διατηρώντας ωστόσο αισθητικά την ενότητα του χώρου στο μέγιστο δυνατό βαθμό.
Καθοριστικό ρόλο για το σχεδιασμό έπαιξαν οι ιδιαίτερες ανάγκες της χρήσης του χώρου, όσον αφορά την αποθήκευση των εγγράφων του αρχείου και την τήρηση του συμβολαιογραφικού απορρήτου.
Τα έπιπλα και οι φάκελοι αρχειοθέτησης τω εγγράφων αποτέλεσαν σημείο αναφοράς της αρχιτεκτονικής σύνθεσης, διαμορφώνοντας μια συνεχόμενη επιφάνεια – ένα μοτίβο από πλήρη και κενά ανάλογα με τη διάταξη των φακέλων – που συνδέει τους δύο χώρους γραφείων και παράλληλα συστρέφεται σε σχήμα γάμα για να τους διαχωρίζει από τις βοηθητικές λειτουργίες στο πίσω τμήμα του γραφείου.
Συμπληρωματικά για την αποθήκευση των εγγράφων, αξιοποιήθηκαν οι υφιστάμενες εσοχές μεταξύ του φέροντα οργανισμού του κτιρίου και της τοιχοποιίας. Η τοποθέτηση κατάλληλου διαχωριστικού κουφώματος και ρολοκουρτίνων έδωσε τη δυνατότητα ακουστικής και οπτικής απομόνωσης του κυρίως γραφείου από τη γραμματεία, όποτε αυτό κρίνεται απαραίτητο.
Συγχρόνως, διατηρείται η οπτική διαπερατότητα τόσο μεταξύ των δύο χώρων όσο και μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού, με αποτέλεσμα οι διαστάσεις του χώρου να διευρύνονται οπτικά και να εξασφαλίζεται το απαραίτητο φυσικό φως στο ενδότερο τμήμα του γραφείου.
Η μίνιμαλ αισθητική κυριαρχεί σχεδιαστικά, συνθέτοντας ένα χώρο μοντέρνο με το ανάλογο σοβαρό ύφος που αντιστοιχεί σε μια τέτοια χρήση. Η συναισθηματική σύνδεση της ιδιοκτήτριας με το παρελθόν του χώρου οδήγησε στην επιλογή του ξύλου ως βασικό υλικό, το οποίο συνδυάζεται με μεταλλικά στοιχεία και τόνους του λευκού, του γκρι και του μαύρου που εναλλάσσονται στις επιφάνειες των τοίχων και της επίπλωσης.
Ιδιαίτερη υπήρξε η διακοσμητική επιμέλεια του ελεύθερου τοίχου κατά μήκος των δύο γραφείων. Η δημιουργία ενός ορθοκανονικού μοτίβου από κάδρα με εικόνες υλικών τα οποία παραπέμπουν στο παρελθόν και στο παρόν της χρήσης του χώρου λειτουργεί ως ακόμη ένα στοιχείο οπτικής ενοποίησης των δύο χώρων.
Η αρχιτεκτονική σύνθεση του εσωτερικού ολοκληρώνεται καθώς κρεμαστά γραμμικά φωτιστικά που διατάσσονται υπό ορθή γωνία διαμορφώνουν ένα τρίτο μοτίβο, το οποίο αναδεικνύεται μέσα στο χώρο λόγω του σχετικά μεγάλου ύψους.
Η ίδια μοντέρνα, λιτή αισθητική ακολουθείται και στην επεξεργασία της εξωτερικής όψης, του λογοτύπου και της σήμανσης του γραφείου, υπογραμμίζοντας την παρουσία του στο δρόμο και το δημόσιο χώρο της περιοχής.