Το έργο που παρουσιάζει η αρχιτέκτονας Ελένη Μπουμπάρη, αφορά στην ανακαίνιση ενός χώρου, ο οποίος κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1970 και αρχικά λειτουργούσε ως ανοιχτή στοά, της οποίας τα δυο άκρα ήταν ημιυπαίθρια, και συνέδεε τα περιμετρικά σε αυτήν καταστήματα με δυο κεντρικές εμπορικές οδούς στην πόλη της Χίου. Το στοίχημα στο συγκεκριμένο έργο, ήταν ο χώρος να λειτουργήσει υπό τη νέα διεύθυνση μέσα σε 60 ημέρες και τελείως αναμορφωμένος.
Βασικό χαρακτηριστικό και ταυτόχρονα ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου καταστήματος είναι ότι αποτελείται από ένα σύμπλεγμα χώρων οι οποίοι επικοινωνούν μέσω μιας κεντρικής στοάς σε σχήμα Γ. Το τμήμα της στοάς αποτελεί το βασικό χώρο εξυπηρέτησης, ενώ οι περιμετρικοί χώροι, οι οποίοι παλαιότερα λειτουργούσαν ως ανεξάρτητα καταστήματα λιανικής πώλησης με είσοδο από τη στοά, φιλοξενούν τις βοηθητικές χρήσεις (παρασκευαστήριο, wc προσωπικού, κοινού και ΑΜΕΑ, ενώ στον Α’ όροφο φιλοξενείται η κουζίνα και οι αποθήκες του χώρου). Τα δυο άκρα της ήταν εξ’ αρχής στεγασμένα, ενώ το κεντρικό τμήμα ήταν υπαίθριο και πριν από 10 χρόνια κατασκευάστηκε ανοιγόμενη, καμπύλη οροφή, από μέταλλο και γυαλί.
Ο συγκεκριμένος χώρος, με την παρούσα χρήση του, ήταν σε συνεχή λειτουργία την τελευταία δεκαετία. Η αισθητική του ήταν αρκετά industrial, στοιχείο το οποίο ήταν αρκετά πρωτοποριακό, για τα δεδομένα της αγοράς της Χίου την περίοδο που δημιουργήθηκε, αλλά σε βάθος χρόνου και παρά τις προσπάθειες των προηγούμενων ιδιοκτητών, δεν κατάφερε να διατηρήσει το αισθητικό ενδιαφέρον των χρηστών.
Βασικός σκοπός του σχεδιασμού λοιπόν, ήταν να γίνουν όσο το δυνατόν πιο δραστικές αλλαγές αισθητικά προκειμένου να προσελκύσει ο χώρος ξανά το ενδιαφέρον του κοινού και να επιλυθούν τεχνικά και χωρικά προβλήματα που είχαν εντοπιστεί, ή προκύψει λόγω της αλλαγής της νομοθεσίας, στο μικρότερο όμως δυνατό χρόνο. Έπρεπε να διατηρηθούν όσο περισσότερα από τα υφιστάμενα στοιχεία ήταν δυνατό, αλλάζοντας όμως άρδην την αίσθηση των επισκεπτών.
Καταρχάς, εσωτερικά επιχρίστηκαν εκ νέου όλες οι τοιχοποιίες της στοάς, με χοντρόκοκκο σοβά – πάστα θερμοπρόσοψης, προκειμένου να αποκτήσουν πιο έντονη υφή και συνεπώς να δίνεται στον επισκέπτη η αίσθηση ότι βρίσκεται σε εξωτερικό χώρο και οι ψηλές τοιχοποιίες να αποκτήσουν την αίσθηση ενός γλυπτού μέσω των παιχνιδιών με το φως που παράγει ο κόκκος. Ταυτόχρονα, ήταν βασική επιλογή να καλυφθούν όλες οι μικροατέλειες (καλώδια, θυρίδες, ηλεκτρολογικά κουτιά) που υπήρχαν και μαρτυρούσαν την αρχική, «δημόσια» προσέγγιση του χώρου ως στοάς, με την οπτική «φασαρία» που συνεπάγεται η ύπαρξή τους.
Στην ίδια λογική για ένα φωτεινότερο χώρο, χρησιμοποιήθηκαν οι γυάλινες μπάλες ως κεντρική ιδέα για τα νέα φωτιστικά. Τα φωτιστικά που χρησιμοποιήθηκαν στο «εσωτερικό» τμήμα της στοάς είναι σχεδιασμένα για το συγκεκριμένο έργο με σκοπό να παραπέμπουν αισθητικά σε φωτιστικά δρόμου. Τα μεγαλύτερα φωτιστικά ακολουθούν τις καμπύλες της οροφής και δημιουργούν μια καμπύλη η οποία σταματά πάνω από το κέντρο των τραπεζιών, χωρίς όμως να διακόπτουν την θέαση προς τη γυάλινη οροφή.
Τα μικρότερα φωτιστικά, βρίσκονται αντιδιαμετρικά από τα μεγαλύτερα και σηματοδοτούν το άλλο άκρο της καμπύλης και ταυτόχρονα το πέρασμα προς το κέντρο του χώρου όπου βρίσκεται και το μπαρ. Τα κρεμαστά φωτιστικά έχουν επιλεχθεί στην ίδια λογική, προκειμένου να διατηρηθεί η ίδια αισθητική και στα ημιυπαίθρια τμήματα της στοάς.
Δημιουργείται ένα οπτικό παιχνίδι με γυάλινες μπάλες οι οποίες «ίπτανται» σε διαφορετικά ύψη και διατάξεις, κατά μήκος ολόκληρου του καταστήματος και δημιουργούν μια οπτική συνέχεια. Τα κρεμαστά φωτιστικά έχουν ένα ακόμα χαρακτηριστικό, ενισχύουν το στοιχείο του πρασίνου, το οποίο αποτελεί ένα ακόμα βασικό στοιχείο σύνδεσης των ημιυπαίθριων χώρων με το «εσωτερικό» της στοάς.
“Το πράσινο στοιχείο, με τη μορφή φυτών όπως ο πόθος και ο κισσός, εκτός από τα εξωτερικά φωτιστικά, συναντάται και στα ‘ψηλά’ σημεία του κεντρικού τμήματος της στοάς, με την πρόθεση να δημιουργηθεί η αίσθηση ότι ο ‘εσωτερικός’ χώρος της στοάς, αποτελεί «ενδιάμεσο» χώρο, συνδέει το στοιχείο της φύσης με το αστικό στοιχείο και ταυτόχρονα μειώνει μέχρι ενός σημείου τη σκληρότητα της αστικής στοάς”.
Το αρχικό δάπεδο της στοάς ήταν μωσαϊκό, και διατηρείται ακόμα στα «εξωτερικά» τμήματά της. Στο εσωτερικό του μαγαζιού, ήταν βαμμένο με εποξική βαφή. Το δάπεδο εμφανίζει μεγάλη κλίση για την απορροή των βρόχινων νερών προς τις παρακείμενες οδούς. Για το λόγο αυτό επιλέχθηκε να τοποθετηθεί LVT σε απομίμηση ξύλου, το οποίο είναι εύκαμπτο και δίνει πιο «ζεστή» αίσθηση στο χώρο.
Το σύστημα θέρμανσης το οποίο ήταν επιδαπέδιο, καλυμμένο με ξύλινη κατασκευή και λειτουργούσε ως «πάσο» στο παρελθόν, ανυψώθηκε προκειμένου να εξοικονομηθεί χώροςγια τα τραπεζοκαθίσματα. Τα τραπεζοκαθίσματα μετακινήθηκαν στη ζώνη κάτω από τα fan coils και με αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε ένας ελεύθερος διάδρομος κίνησης σε ευθεία από την πόρτα εισόδου προς το εσωτερικό του καταστήματος.
Ακολουθώντας την κεντρική ιδέα της καμπύλης, λόγω της καμπύλης γυάλινης οροφής, η καμπύλη αυτή άρχισε να αναπαράγεται ως βασικό στοιχείο σχεδιασμού του νέου εξοπλισμού. Τόσο τα νέα σταθερά, επιμήκη σταντς που δημιουργήθηκαν στο πλάι του διαδρόμου, όσο και τα κινητά σταντς έχουν καμπύλη μεταλλική βάση και καμπύλη απόληξη στο ξύλινο καπάκι.