Το ζεστό απογευματάκι της 25ης Μαίου με βρήκε συντροφιά με παλιούς συμφοιτητές και καθηγητές του μεταπτυχιακού «Architettura – Storia – Progetto» του RomaTre, στο νησάκι του San – Giorgio της Βενετίας, κάτω από την δροσιά ενός πεύκου, να ξεκουραζόμαστε από τον περίπατο στα περίπτερα της Biennale, αδημονώντας να εισέλθουμε στους «Χώρους Πίστης» για τα εγκαίνια του περιπτέρου της Αγίας Έδρας, μιας πρωτοφανούς πρωτοβουλίας του Βατικανού.
Δέκα αρχιτέκτονες διαφορετικών εθνικοτήτων και θρησκευτικών (ή μη) καταβολών κλήθηκαν από τον ιστορικό αρχιτεκτονικής και επιμελητή του εγχειρήματος Francesco Dal Co, να δώσουν μορφή στην έννοια του «Τόπου Λατρείας» μέσα από τον σχεδιασμό μιας εφήμερης κατασκευής στον κήπο που βρίσκεται πίσω από την 400 ετών Βενεδικτιανή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
Οι TerunobuFujimori (Ιαπωνία), NormanFoster (Μ. Βρετανία), AndrewD. Berman (Η.Π.Α.), JavierCorvalànEspínola(Παραγουάη), FrancescoCellini (Ιταλία), Flores & Prats (Ισπανία), SmiljanRadicClarke (Χιλή), SeanGodsell (Αυστραλία), CarlaJuacaba (Βραζιλία), και EduardoSoutodeMoura (Πορτογαλία), είχαν ως μοναδικό σχεδιαστικό περιορισμό να συμπεριλάβουν στην πρότασή τους, όχι απαραιτήτως σύμβολα όπως οΣταυρός αλλά το Αναλόγιο (Ψαλτήρι) και τον Βωμό (Αγία Τράπεζα) ως αντιπροσωπευτικά στοιχεία της του κηρύγματος του Λόγου και της τελετής της Ευχαριστίας.
Η υλική αναπαράσταση των σκέψεων των αρχιτεκτόνων είχε διαφορετικά και ενδιαφέροντα αποτελέσματα και ο περίπατος ανάμεσά τους άφηνε μια κατανυκτική διάθεση. Το περίπτερο, του βραβευμένου με Pritzker, Foster ευωδίαζε από το γιασεμί που σκαρφάλωνε στον ξύλινο σκελετό του, το λιτό, πέτρινο, του επίσης βραβευμένου με Pritzker, Souto de Moura που κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα, ήθελε να αφήσει τα ίδια τα υλικά να καθορίσουν την φύση του, ο μεγάλος υπαίθριος σταυρός του Juacaba εμφανιζόταν και εξαφανιζόταν από τα μάτια μας ανάλογα με τις αντανακλάσεις της στιγμής πάνω στον γυαλιστερό, μεταλλικό σκελετό του ενώ αντίθετα εκείνος του Fujimori προσκαλούσε το βλέμμα σε πλήρη εστίαση επάνω τοu, από την είσοδο ακόμα. Μια είσοδο μικρούτσικη, σχόλιο του ίδιου για την ανοχή του Χριστιανισμού στη φύση του ανθρώπου, όπως μου ανέφερε.
“Εκείνο του δασκάλου μου το αναγνώρισα αμέσως, χωρίς επιπλέον συστάσεις, όταν απρόσμενα ξεπρόβαλε μπροστά μου”…
Είχα γνωρίσει τον Francesco Celliniστο πρώτο μάθημα του μεταπτυχιακούπου έτρεχε στη Ρώμη από τον ίδιο, την καθηγήτρια και ερευνήτρια αρχιτεκτονικής Maria Margarita (Maya) Segarra Lagunes και τον αείμνηστο μεγάλο Δάσκαλο και Άνθρωπο Mario Manieri Elia, το 2009 και αφορούσε τις (στις) παρεμβάσεις σε χώρους και κτίρια με ιστορικό ενδιαφέρον. Μιλούσα πολύ μέτρια Ιταλικά, αλλά ο Cellini είχε μια ευχέρεια με την επικοινωνία σε οπτική γλώσσα που κατάφερα να κρατήσω σελίδες σημειώσεων!
Στο δεύτερο εξάμηνο είχα την τύχη να συμμετάσχω σε ένα διαγωνισμό για την επανάχρηση του Καθεδρικού Ναΐσκου του Αραγονέζικου Κάστρου του γραφικού νησιού της Ίσκια που βρίσκεται απέναντι από τη Νάπολη και την μετατροπή του σε χώρο φιλοξενίας πολιτιστικών εκδηλώσεων. Ο Cellini, υπεύθυνος της ομάδας μας σχεδιασμού, είχε αναπτύξει τότε το σκεπτικό του γύρω από το πως προσεγγίζεται ένας χώρος λατρείας αρχιτεκτονικά, έστω και αν η μεταγενέστερη χρήση του είναι διαφορετική του χρήση είναι άλλη.
Η εξοικείωση του στο να συνδιαλέγεται αρχιτεκτονικά με χώρους ιστορικά και θρησκευτικά φορτισμένους, όπως το Κολοσσαίο, το μαυσωλείο του Αυγούστου κ.α. και συνάμα η προθυμία του να εξετάσει κάθε πρόταση που θα έπεφτε στο τραπέζι, δεν μου άφησαν χώρο να αμφιβάλλω για τον αν έπρεπε να εμείνω περισσότερο στις ιδέες μου.
“Το περίπτερο τουCellini στην Μπιενάλε αποτελείται από δύο κάθετα πλεγμένους όγκους. Είναι ένας ανοιχτός χώρος σε άμεση επικοινωνία με το καταπράσινο περιβάλλον του. Οι εσωτερικές πλευρές του ενός όγκου σχηματίζουν κάθισμα για τους επισκέπτες μπροστά και πίσω από το κεντρικό στοιχείο του Πάγκου που φέρει πάνω του τη φιγούρα ενός Βιβλίου. Αυτό το κεντρικό στοιχείο είναι η χρήση που δίνει στον δεύτερο όγκο”.
Ο Πάγκος και το Βιβλίο βρίσκονται κάτω ακριβώς από την ένωση των δύο όγκων, που σχηματίζει μια τρύπα από την οποία ακτίνες φωτός εισβάλλουν στοχευμένα στο χώρο. Η όλη κατασκευή στηρίζεται σε τρία μόνο σημεία και μοιάζει να αιωρείται από το έδαφος.
Η επιλογή αυτή γίνεται για να αποφευχθεί η καταστροφή του πράσινου εδάφους μετά την απομάκρυνση των εφήμερων αυτών κατασκευών. Το υλικό που χρησιμοποιείται είναι πολύ λεπτού πάχους κεραμικές πλάκες που εσωτερικά δημιουργούν ανακλάσεις. ‘Notaproject; areflexion’ ονομάζει ο ίδιος το έργο του.
Τον βρήκα καθισμένο μέσα στο δημιούργημά του δίπλα στην MayaSegarra μετά την συνέντευξη τύπου. Χαιρέτησε ως συνήθως με ένα κομψό, διακριτικό και κάπως χιουμοριστικό χειροφίλημα και μείναμε για λίγο μαζί με άλλους παλιούς συμφοιτητές να συζητάμε για το πόσο αυτό το μεταπτυχιακό, μας έδεσε εν τέλει τόσο, ώστε να βρισκόμαστε κάθε λίγα χρόνια σε διαφορετικές περιστάσεις.
Η Maya, πάντα τόσο προσεγγίσιμη, γλυκιά, ενεργητική με τον πιο χαλαρό τρόπο, οξύνους και πρόθυμη, που όταν την πρωτογνώρισα, νόμιζα ότι είμαστε σχεδόν συνομήλικες από την φρεσκάδα της, τον έπεισε να βγάλουμε μια αναμνηστική φωτογραφία παρόλο που ο ίδιος ήθελε να αποφύγει επιπλέον φλας. Νομίζω πως για τα δεδομένα του χαρακτήρα του είχε ήδη βγάλει υπεράριθμες εκείνη τη μέρα.
Μου μίλησε για το πόσο εντύπωση του είχε κάνει το μυστήριο της Ορθόδοξης βάφτισης που οι ιερείς μας βουτάνε ένα μωρό σε μια κολυμπήθρα με νερό, αρκετά διαφορετική τελετουργία από την αντίστοιχη Καθολική. Χωρίς πολλά σχόλια ή πάγιες θέσεις σχετικά με τα αν, τί και πώς πρέπει ή δεν πρέπει να αφορά την Εκκλησία, ο λόγος του είναι όσο φλύαρος είναι και ο σχεδιασμός του. Άσχετα με το αν συμφωνεί κανείς με τις αισθητικές επιλογές του Cellini, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι επιλογές λιτές, ξεκάθαρες και απόλυτα συνεπείς με τα λεγόμενά του.
Τι αναφέρειοFrancescoCellini:
«Αυτό δεν είναι το έργο για έναν ναό: είναι ένας στοχασμός πάνω σε αυτό το θέμα, που αναπτύχθηκε από έναν αρχιτέκτονα καθοδηγούμενου από σεβασμό που όμως δεν είναι Πιστός. Ένας αρχιτέκτονας καθοδηγούμενος από τη διαίσθηση ότι κάθε ναός είναι ήδη εγγενώς η φυσική ενσάρκωση μιας ιδέας ή ενός συμβόλου, αντί ενός κτιρίου που προορίζεται πραγματικά ως χώρος τελετουργίας …
Ο στόχος δεν ήταν να ορίσει ένα χώρο, o οποίος να προσκαλεί σε διαλογισμό, που ποιος ξέρει από πού προέρχεται. Αντίθετα, προσκαλεί σε μια ακριβή σκέψη, σχεδόν αποκλειστικά αρχιτεκτονική και αναγκαστικά αφηρημένη, για την έννοια των ιερών χώρων, για τις αναλογίες, τις σχέσεις και τις λειτουργίες τους: ποια είναι η σχέση ανάμεσα στην Αίθουσα και το Πρεσβυτέριο; Ποιος είναι ο ρόλος του φυσικού φωτός; Και τα λοιπά. Για να το πετύχω αυτό, θεώρησα απαραίτητο να απέχω από μια πληθωρικότητα της μορφής και να δουλέψω με στοιχειώδεις χώρους και υλικά που είναι επίσης πρακτικά αφηρημένα«.
Η Μάρι Σιαμπάνη φοίτησε στην Αρχιτεκτονική Σχολή Πατρών και πραγματοποίησε τις μεταπτυχιακές της σπουδές με αντικείμενο την Παρέμβαση και Επανάχρηση Περιοχών και Κτιρίων με Ιστορικό Ενδιαφέρον, στην Αρχιτεκτονική Σχολή της Ρώμης, RomaTre, ενώ κατά το ίδιο διάστημα εργάστηκε με την καθηγήτρια M.Segara Lagunes στην αναστήλωση του Κάστρου της Τίβολη στην Ιταλία. Έχει συνεργασθεί με κατασκευαστικές εταιρείες και αρχιτεκτονικά γραφεία στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Ινδία. Για δύο χρόνια δίδασκε στο ΑΤΕΙ Πατρων και Πύργου στα τμήματα Ανακαίνισης και Αποκατάστασης Κτιρίων και Μουσειολογίας, Μουσειογραφείας και Σχεδιασμού Εκθέσεων. Από το 2008 που απέκτησε την άδεια εξάσκησης επαγγέλματος εργάζεται στο γραφείο Siampani Architects σαν αρχιτέκτονας μηχανικός.