Πρόκειται για συγκρότημα επτά ισόγειων μονοκατοικιών με πισίνες, που ανεγέρθηκε στην πλαγιά του μαγευτικού κόλπου των «Βληχών», στις παρυφές του κοσμοπολίτικου Οικισμού της Λίνδου, της Ρόδου.
Η επιφάνεια του οικοπέδουχαρακτηρίζεται ημιβραχώδης και επικλινής, με εδαφικές εξάρσεις. Έχει απεριόριστη θέα στη θάλασσα στον άξονα Βορρά – Νότου και την εδαφική κλίση να ακολουθεί τον άξονα Ανατολής – Δύσης. Το γύρω φυσικό περιβάλλον χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή δομημένων οικοπέδων και χέρσων ακαλλιέργητων, περιφραγμένων ή μη αγρών.
Το συγκρότημα τοποθετήθηκε ελεύθερα στο επικλινές οικόπεδο, εντός των πλάγιων αποστάσεων και με προσανατολισμό στην απεριόριστη θέα. Οι κτιριακές ενότητες τοποθετήθηκαν κλιμακωτά στο ανάγλυφο, ανά δύο σε σειρά, χωρίς να ακολουθούν κατ’ ανάγκη την πορεία των ισοϋψών του εδάφους.
Έχοντας ως κριτήριο την οργανική σύνδεσή τους με το επικλινές έδαφος αλλά και τον προσανατολισμό τους προς την ανεμπόδιστης θέα, επιδιώχθηκε η χωροθέτηση των κτιρίων με τρόπο ώστε να ικανοποιείται η μέγιστη ιδιωτικότητα.
Επιλέχθηκε η χρήση του υπόσκαφου ως τυπολογία κατασκευής, προκειμένου να επιτευχθεί η μέγιστη προσαρμογή των κτιριακών όγκων στο οικόπεδο διατηρώντας την φυτική επιφάνεια ως κυρίαρχο στοιχείο του συγκροτήματος.
Το κτιριολογικό πρόγραμμα προβλέπει την ανάπτυξη επτά παραθεριστικών κατοικιών με πισίνες. Κάθε κατοικία μελετήθηκε να φιλοξενήσει μία οικογένεια τεσσάρων ατόμων, με τους αντίστοιχους χώρους διημέρευσης, αποθήκευσης και θέσεων στάθμευσης.
Οι αρχικές συνθετικές χειρονομίες υπαγορεύτηκαν από την ανάγκη για εκμετάλλευση των χαρακτηριστικών του οικοπέδου, που διακρίνεται για την έντονη κλίση, την πανοραμική θέα προς την καταγάλανη θάλασσα και την αμεσότητα προς τη μεγάλη και πανέμορφη παραλία των «Βλυχών».
Έτσι οι μονώροφοι υπόσκαφοι όγκοι, τοποθετήθηκαν παράλληλα με την φορά της κλίσης του εδάφους, μετατρέποντας τη ροή της γης σε «εξώστη» προς την απεριόριστη θέα και τον κτιριακό όγκο σε «κέλυφος», καλυμμένο από φύτευση. Οι πέργκολες που συνοδεύουν τις πισίνες, σε λευκό χρώμα, εξασφαλίζουν την επιθυμητή πλαστικότητα των κτιρίων.
Δόθηκε σημασία στην δημιουργία αυλών λόγω της εξωαστικής θέσης αλλά και της χρήσης τους ως παραθεριστικών κατοικιών. Σχεδιάστηκαν κτίρια με σαφή εξωστρέφεια, ανοιχτά προς τον υπαίθριο χώρο, με μεγάλα ανοίγματα στις όψεις, που μετατρέπουν τους στεγασμένους χώρους σε «ημιυπαίθριους».
Οι λειτουργίες διημέρευσης, (καθιστικό, κουζίνα), διατάσσονται ελεύθερα, ώστε ο χώρος να ρέει μέσα στο κέλυφος και οι κινήσεις να γίνονται απρόσκοπτα. Η επιμήκη διάταξή τους, που συνοδεύεται από τα μεγάλα ανοίγματα προσανατολισμένα στην Ανατολή, δημιουργούν έναν ενιαίο χώρο, διαμπερή, κατάφωτο με ευχάριστη αίσθηση.
Η κάτοψη χωρίζεται σε δύο ζώνες, χωρίς να διασπάται ο βασικός όγκος του κτιρίου, ως εξής: Στην ζώνη εισόδου – διημέρευσης που αποτελείται από δύο πλάκες, σε πρόβολο, οι οποίες «στηρίζονται» σε τρεις λευκούς τοίχους που οριοθετούν το καθημερινό, ενώ συρόμενα επάλληλα κουφώματα ελευθερώνουν τη θέα προς τη θάλασσα, μετατρέποντας τον ενιαίο χώρο καθιστικού – τραπεζαρίας – κουζίνας σε «στεγασμένη αυλή».
Η διάταξη πέτρινων τοίχων διαφορετικού ύψους, διασφαλίζει την συνεργασία των κτιρίων με τον επικλινή περιβάλλοντα χώρο τους. Επιφάνειες πρασίνου και βοηθητικές κατασκευές πλαισιώνουν την περιοχή των πισίνων που οριοθετούνται σε συνέχεια των κτιρίων, προσανατολισμένες στην πλευρά της θέας, εξασφαλίζοντας την επιθυμητή ευεξία που προσφέρει το υγρό στοιχείο.
Η ζώνη ύπνου διατάσσεται σε συνέχεια των χώρων διημέρευσης και διαθέτει τρία υπνοδωμάτια σε σειρά, με εσωτερικά λουτρά το καθένα, όλα προσανατολισμένα στη θέα. Η επιλογή της καθαρής και λυτής σχεδιαστικής πειθαρχίας είναι σε εναρμόνιση με το τοπικό ιδίωμα, ενώ η κατασκευαστική λογική του συνδυασμού της πέτρας του ξύλου και των λευκών τοίχων συνάδει με την σύγχρονη αρχιτεκτονική των απλών γραμμών, της σχέσης γεμάτου και άδειου και της υιοθέτησης υλικών που διασφαλίζουν έναν αρχιτεκτονικό αποτέλεσμα που εναρμονίζεται με το γύρο δομημένο και αδόμητο περιβάλλον.