Η ξεχωριστή αυτή μονώροφη κατοικία του 1934 βρίσκεται σε απόσταση «αναπνοής» από το λιμάνι της Κω. Σε αυτό το έργο, η Μαρία Νικολή, που είναι αρχιτέκτονας, και η Χριστίνα Πολίτου, που είναι πολιτικός μηχανικός, αναλαμβάνουν την αποκατάσταση του κτιρίου.
Πρόκειται για μία από τις λίγες Ιταλικές λαϊκές κατοικίες από την εν λόγω περίοδο που έχουν διασωθεί. Το ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ρεύμα συνδυάζει τον πρώιμο μοντερνισμό με παραδοσιακά νησιώτικα και αραμπέσκ μοτίβα, αποτελώντας πλέον ένα «είδος υπό εξαφάνιση», καθώς εντοπίζεται μόνο στα Δωδεκάνησα. Κύριο μέλημα των δυο μηχανικών ήταν η διατήρηση του ιδιαίτερου αισθητικού και μορφολογικού χαρακτήρα του κτιρίου. Συγχρόνως, η μελέτη επιδίωξε τη δημιουργία ενός λειτουργικού χώρου που προάγει την άνετη διαβίωση, εξασφαλίζοντας παράλληλα σεισμική θωράκιση και υψηλή ενεργειακή απόδοση.
Το κτίριο εμφάνιζε σημαντική φθορά, με τους κύριους λόγους να είναι η φυσική γήρανση των δομικών υλικών, η διάβρωση από το παραθαλάσσιο περιβάλλον, η έλλειψη συντήρησης, καθώς και διάφορες ατέλειες από ανθρώπινες παρεμβάσεις. Η ενίσχυση του κτιρίου έγινε με τη μέθοδο του εκτοξευόμενου σκυροδέματος (gunite), σύμφωνα με τη μελέτη της Χριστίνας Πολίτου. Η εν λόγω μέθοδος φέρνει το κτίριο στα σύγχρονα δεδομένα του Ευροκώδικα 8 για αντισεισμικό σχεδιασμό, εξασφαλίζοντας την απαραίτητη αντοχή σε σεισμική δραστηριότητα.
Σύμφωνα με την αρχιτεκτονική μελέτη της Μαρίας Νικολή, η πρόσοψη επισκευάστηκε με γνώμονα την αυστηρή διατήρηση των μορφολογικών χαρακτηριστικών της αρχικής, και πιο σημαντικής, οικοδομικής φάσης. Η φθαρμένη ξυλεία (παράθυρα, πόρτες, πέργκολα) αντικαθίσταται πλήρως και τα καινούρια στοιχεία προσεγγίζουν με ακρίβεια τόσο τη μορφή όσο και τις διαστάσεις και τα υλικά των παλαιών. Η καινούρια παλέτα χρωμάτων περιλαμβάνει γήινες αποχρώσεις του λευκού, του κρέμ, του πράσινου, και της τερακότας.
Η πίσω όψη ανακατασκευάστηκε, αφού είχε αλλοιωθεί πλήρως από ανθρώπινη παρέμβαση. Τοποθετούνται καινούρια δίλοβα παράθυρα πανομοιότυπα με αυτά της πρόσοψης. Η φθαρμένη πόρτα αντικαθίσταται από μια καινούρια, η οποία είναι πανομοιότυπη με την προηγούμενη.
Η αρχιτεκτονική μελέτη περιλαμβάνει επίσης μια νέα προσθήκη – ένα βοηθητικό κτίσμα που φιλοξενεί το πλυσταριό και την αποθήκη. Η νέα προσθήκη είναι σε αρμονία με την τυπολογία του παλιού κτίσματος, ενώ παράλληλα παρουσιάζει μορφολογικά στοιχεία που το διαφοροποιούν, αποκαλύπτοντας έτσι τις δύο διαφορετικές οικοδομικές φάσεις χωρίς να αλλοιώνει τον αισθητικό χαρακτήρα του συνόλου.
Η αψίδα είναι ένας φόρος τιμής στη νησιώτικη αρχιτεκτονική. Κατά τον σχεδιασμό, η αρχιτέκτονας πραγματοποίησε εκτενή έρευνα στα τυπολογικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά της παραδοσιακής νησιωτικής αρχιτεκτονικής, καθώς και της Ιταλικής αρχιτεκτονικής στα Δωδεκάνησα.
Ο εσωτερικός χώρος αναδιαμορφώθηκε για να φιλοξενήσει λειτουργίες που προηγουμένως δεν υπήρχαν – τουλάχιστον όχι με τη σύγχρονη έννοια τους – όπως η κουζίνα και το μπάνιο. Όσον αφορά την εσωτερική διακόσμηση, τον πρωταγωνιστικό ρόλο παίζουν τα αρχιτεκτονικά στοιχεία – ιδιαίτερα τα δίλοβα παράθυρα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν, επίσης, τα χειροποίητα Ιταλικά πλακάκια που θυμίζουν το στυλ της συγκεκριμένης εποχής.
Το ξύλο έχει σχεδιαστεί και κατασκευαστεί ειδικά για το συγκεκριμένο σπίτι. Εκτός από την αντικατάσταση παλαιών στοιχείων με πανομοιότυπα, προστίθενται και καινούριες λεπτομέρειες, όπως η λευκή εσωτερική πόρτα και η κουζίνα, η οποία σχεδιάστηκε με γνώμονα την εργονομία. Η ξυλεία σχεδιάστηκε από την Μαρία Νικολή και κατασκευάστηκε εξ’ ολοκλήρου στην Κω από τον ξυλουργό Μουσταφά Αππά.
Τέλος, οι δυο μηχανικοί έλαβαν αυστηρά μέτρα για τη διατήρηση των ποικίλων διακοσμητικών στοιχείων του κτηρίου, τα οποία ενίοτε είναι διακριτικά και άλλες φορές εντυπωσιακά. Η «ψυχή» του κτιρίου βρίσκεται στη διακοσμητική χρήση του σκυροδέματος, την περίτεχνη ξυλεία και τα κομψά μεταλλικά στοιχεία.