Η παρούσα διπλωματική εργασία του Μανούσου Κακούρη και του Παναγιώτη Παξιμαδά, με τίτλο «Εργαστήρια σε έκθεση», ασχολείται με τον επανασχεδιασμό του κτιρίου στην γωνία Β. Ηρακλείου με Κατούνη, το οποίο θα παραλάβει την χρήση ενός χώρου συλλογικής εργασίας για μια ομάδα καλλιτεχνών, σε συνδυασμό με την χώρο έκθεσης των παραγόμενων έργων. Στόχος της εργασίας ήταν η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ δύο αυτών χωρικών ενοτήτων, οι οποίες συνήθως αντιμετωπίζονται ως δύο αποκομμένες διαδικασίες, και πως αυτές θα μπορούσαν να λειτουργήσουν συμβιωτικά ως μια συνολική εμπειρία.
Οι πρώτες συνθετικές σκέψεις των δημιουργών, αλλά και η γενικότερη επεξεργασία του συγκεκριμένου θέματος βασίστηκαν σε μια σειρά από παρατηρήσεις. Μητροπόλεις όπως η Θεσσαλονίκη διαθέτουν μεγάλη ποικιλία χαρακτηριστικών από τα οποία μπορεί να εμπνέεται μια αρχιτεκτονική λύση.
Σημαντικές υπήρξαν από την πρώτη στιγμή γειτονιές οι οποίες είτε δείχνουν μια διάθεση για την ανανέωσή τους, είτε για την αναβίωση κάποιων πρότερων στοιχείων τους. Αναλύονται παραδείγματα αρχιτεκτονικών προσεγγίσεων και προτάσεων πολιτιστικού και μη ενδιαφέροντος.
Εδώ λοιπόν, διαλέχθηκε και η περιοχή μελέτης στα άνω Λαδάδικακαι συγκεκριμένα στους δρόμους κοντά στην πλατεία χρηματιστηρίου και την πλατεία εμπορίου, όπου σχηματίζονται ήδη παραδείγματα με ανάλογη σκέψη. Ωστόσο, αυτό που τα διαφοροποιεί μεταξύ τους αλλά και με τις κοντινές στις δικές μας αντιλήψεις, είναι από τη μία η πολιτισμική αναβίωση και ιδέες με πολιτιστικό περιεχόμενο, και από την άλλη μία μονομερής επικέντρωση στη διασκέδαση και τη βραδινή ζωή.
Αναγνώστηκε μία απομόνωση της διαδικασίας παραγωγής του καλλιτεχνικού αντικειμένου. Παρατηρήθηκε, με συγκεκριμένα παραδείγματα την Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, εργαστήρια κοσμημάτων, σχεδιασμού και κατασκευής επίπλου, πως η διαδικασία αυτή μένει στην αφάνεια κατά έναν τρόπο, χάνοντας έτσι, σύμφωνα με τους δημιουργούς, ένα σημαντικό κομμάτι του καλλιτεχνικού έργου, όπως επίσης, ότι κατά δημιουργία ο καθένας επιλέγει ατομικές λύσεις σε πολύ περισσότερες περιπτώσεις από αυτές της ομαδικής επεξεργασίας θεμάτων.
Η έκθεση του παραγόμενου υλικού, βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από τη διαδικασία σύλληψης, σχεδιασμού, κατασκευής. Ταυτόχρονα, είτε σε εικαστικές εκθέσεις, είτε σε showroom επίπλων, είτε σε εκθέσεις μικρών γλυπτών και κοσμημάτων δεν μπορεί κανείς να έχει επίγνωση του τι βρίσκεται πίσω από αυτό που εκτίθεται.
Έκτοτε έγινε προσπάθεια να δομηθούν κάποιοι άξονες σκέψεις για το πώς μπορούν όλα αυτά τα συμπεράσματα που αντλήθηκαν από την παρατήρηση των δημιουργών, να μπορέσουν να οδηγήσουν στις ανάλογες σχεδιαστικές προτάσεις – λύσεις για την σύνδεση έκθεσης και εργαστηρίου.
Διαλέγοντας βάσει αναλογιών και τοποθεσίας, το διώροφο κτίσμα στη γωνία Β. Ηρακλείου και Κατούνη, υπήρξς θέληση από την πρώτη στιγμή να στοχευθούν χρήσεις κοντινές στην παλαιότερη μορφή της περιοχής, συγχρόνως όμως με πιο προσιτό χαρακτήρα στους ανθρώπους που δεν έχουν άμεση σχέση μαζί της.
Επιλέχθηκε, όπως αναφέρουν οι δημιουργοί της παρούσας εργασίας, να διερευνηθεί η σύνδεση χώρων εργασίας καλλιτεχνών με τους χώρους έκθεσης του παραγόμενου υλικού, σε συμπόρευση ωστόσο με ένα συλλογικό γνώμονα για το πώς αρθρώνονται χωρικά οι καταστάσεις αυτές.
Μία πρώτη πρόθεση της λύσης, που αναφέρεται, είναι να δημιουργηθούν ροές πεζών που να έρχονται σε επαφή με την παρούσας πρότασης, δίνοντάς τους την δυνατότητα να έχουν οπτικές φυγές προς το εσωτερικό. Έτσι προκύπτει και η ανάγκη να οριστεί τι βρίσκεται πιο κοντά στις προτεινόμενες κινήσεις των πεζών στο εξωτερικό, και ποιες χρήσεις βρίσκονται στο αμιγώς εσωτερικό κομμάτι της σύνθεσης.
Από τα πρώτα βήματα επεξεργασίας έγινε δοκιμή να σχηματιστούν επίπεδα που θα παίρνουν τις χρήσεις των εργαστηρίων και των χώρων έκθεσης, προκειμένου να υπάρξουν οπτικές φυγές από τη μία χωρική ενότητα στην άλλη και να αναδεικνύονται εκτός από το αποτέλεσμα και υπόλοιπες πτυχές του καλλιτεχνικού έργου.
Σημαντικό εργαλείο για τη επίτευξη των σχεδιαστικών στόχων είναι η ανάλυση της τομής του υφιστάμενου κτίσματος. Κατά αυτό τον τρόπο, μπορεί να συνυπολογιστεί η πρόθεση για το σχεδιασμό επιπέδων με το πως αυτά ενσωματώνονται στον υπάρχοντα σκελετό.
Διατηρείται ως έχει ο σκελετός (δοκάρια-κολόνες), τα σχεδιαστικά γνωρίσματα της στέγης, χωρίς να γίνεται υπέρβαση σε μεγάλο βαθμό στο ύψος του κτίσματος, διερεύνηση των ορίων της δημιουργικής διαδικασίας και της έκθεσης του παραγόμενου καλλιτεχνικού έργου.
Η σκέψη για την πλέξη των δύο χωρικών ενοτήτων (εργαστήρια – εκθεσιακοί χώροι) απαιτεί την ανάδειξη μιας δυναμικής σχέσης μεταξύ τους, αντί να αντιμετωπίζονται ως δύο αποκομμένες διαδικασίες. Σημαντικά εργαλεία σχεδιασμού που χειρίστηκαν οι δημιουργοί της πρότασης για την επίλυση των προβληματισμών τους, αποτέλεσαν οι διαδρομές, που ποικίλλουν ανάλογα με τη λειτουργία που θέλησαν να αναδείξουν.
Διαμορφώνεται διαφορετική κίνηση για το κοινό και διαφορετική για τους μόνιμους χρήστες. Γίνεται αξιοποίηση του δώματος για την επέκταση των διαδρομών και τη συνεύρεσή τους σ κοινά επίπεδα στο ύψος της στέγης, αφενός για την επαφή με τη γειτονιά, μέσω των οπτικών φυγών, και αφετέρου για τον σχηματισμό χώρων κίνησης και στάσης στις χωρικές ενότητες της έκθεσης των καλλιτεχνικών έργων.
Για την περαιτέρω διείσδυση στη σχέση των δύο ενοτήτων, ήταν απόλυτα χρήσιμη η επεξεργασία εννοιών όπως η διαφάνεια ή μη, και γενικότερη μορφολογία των ορίων του κάθε χώρου. Για να συνδεθούν όμως οι έννοιες αυτές με τις σχεδιαστικές αξίες, καθώς και η σκέψη για την πλέξη των χρήσεων και των αναλογιών, χρειάστηκε ένα ακόμα εργαλείο που να ενοποιεί τις συνθετικές ιδέες, μορφές και εφαρμογές των δημιουργών.
Υπήρξε σκέψη για μία ενιαία εγκατάσταση μεταλλικών στοιχείων – σκελετού, που μπορούν να δημιουργούν κλειστά και διαπερατά κομμάτια στα όρια ή χαράξεις στα επίπεδα, στα όρια ή της σχέση εσωτερικών – εξωτερικών χώρων της συνολικής πρότασης.
“Ακόμα, παραλαμβάνονται σ’αυτό το σκελετό, στοιχεία για τις προθήκες των εκθεμάτων, πάγκοι έκθεσης και πίνακες με πληροφορίες για το καλλιτεχνικό αντικείμενο που εκτίθεται”.
Η σχεδιαστική αυτή λύση ωθεί τους δημιουργούς πλέον να ξεφύγουν από τη λειτουργική μονάχα κάλυψη των αναγκών του επανασχεδιασμού του κτιρίου στην Κατούνη & Β.Ηρακλείου. Να σκεφτούν έξω από το «λευκό κουτί» ‘whitecube’ του συμβατικού εκθεσιακού χώρου.
Να συνθέσουν με τη λογική της προσθήκης σε πολλά σημεία του σχεδιασμού τους και της αφαίρεσης σε πολλά άλλα. Τα στοιχεία αυτά λοιπόν ξεκινούν από τις κουπαστές και διατρέχουν όλη σύνθεση , αλλοιώνουν τις χαράξεις , προσθέτουν στη μορφή και εξυπηρετούν τη λειτουργία.
Συνεπώς, έχοντας προχωρήσει σε πιο μικρή κλίμακα και πιο λεπτομερή επεξεργασία των ενοτήτων χώρου στη συνθετική τους πρόταση, μια ακόμα ανάγκη προκύπτει για αυτούς. Να προχωρήσουν και στο σχεδιασμό επιμέρους στοιχειών της πρότασης, όπως οι σκάλες και τα έπιπλα.
Εκεί έρχονται λύσεις που αξιοποιούν τον παλιό σκελετό, είτε για πατήματα στις σκάλες, είτε για να ενσωματωθούν τα έπιπλά στα επίπεδα, είτε πιο συγκεκριμένα σε κατασκευές καθισμάτων και πάγκων εργασίας. Η σκέψη για το σκελετό που διατρέχει τη σύνθεση και εδώ τους συνοδεύει, καθώς και σ’ αυτή την κατάσταση συνυπολογίζονται τα μεταλλικά στοιχεία.
Αναλυτικά, ξεκινώντας από το υπόγειο, όπου εκεί συγκεντρώνονται οι μεγάλες κοπές των υλικών σε χώρους με συλλογικό χαρακτήρα, μεγάλους πάγκους εργασίας κλπ. Συνεχίζοντας στο επίπεδο του εδάφους, στο οποίο αρθρώνονται μικτά οι χρήσεις στα επίπεδα με χώρους έκθεσης, wc, σχεδιαστήρια , χώροι πληροφοριών για το κοινό, τελικών διορθώσεων και πακεταρίσματος.
Όσο κάποιος ανεβαίνει σε ύψος συναντά εργαστήρια μικρών κοπών, επεξεργασίας κοσμημάτων και μικρή κλίμακας γλυπτών, εκθεσιακούς χώρους, χώρους βιβλιοθήκης, κουζίνας, καθιστικού. Και τέλος, οδηγείται σε επίπεδα όπου βρίσκονται χώροι γραφείων και ύπνου, χρήσεις πιο κοντά στην εφήμερη κατοίκηση που χρειάστηκε να υπολογιστεί επιπλέον. Στο δώμα βρίσκονται υπαίθριοι χώροι στάσης και κίνησης, ανάμεσα σε εκθέματα και σημεία με οπτική προς την γειτονιά.
English description: Diploma thesis by Manousos Kakouris and Panagiotis Paximadas, entitled “Workshops on exhibition”, explores the connection between artists’ workplaces and the exhibition spaces of the produced artworks, focusing on how these situations articulate.
Their first synthetic thought as well as the general approach of the project was based on observations of work of an artist, a craftsman, a sculptor and more. They found an isolation of the artistic production process. This process remains hidden, in a way and losing an important part of the artwork. The exposure of the finished product is distinguished the process of conception, design, manufacture.
That way showrooms, art exhibitions, etc. do not provide them with what lies behind what is exposed. They choose to explore the connection of artists’ workplaces with the exhibition spaces of the produced artworks, but with a collective view of how these situations articulate.
From the first editing steps they try to create floor levels that will take on the uses of workshops and exhibition spaces, in order to be able to observe the one spatial unit from another and to highlight, in addition to the result, other aspects of the artwork.
An additional goal was to retain some of the elements of the existing structure, like beams and columns, also the design features of the roof, keeping in mind not to exceed the height of the building. An important tool for achieving their goals is to analyze the section of the existing building.
In this way, they can take into account the intention to plan levels with the structure of the existing. The thought of knitting these two spatial units (workshops – exhibition) requires a dynamic relationship between them, rather than being treated as two separate processes.
Different movement paths are formed for the public and different for the permanent users. The roofνis utilized to extend the paths and assemble them into common levels at the roof level, on the one hand to make contact with the neighborhood through perspectives, and on the other hand, to form movement and staging spaces in the spatial sections of the art exhibition. To further penetrate the relationship of the two modules, it is useful to elaborate concepts such as transparency, and the general morphology of the boundaries of each space.
To link these concepts, they were led to think of a single installation of metallic elements – frames, which can create closed and permeable pieces on the boundaries or markings on the levels, the boundaries or the interior – exterior spaces of the overall proposal.
So, these elements start from the handrails and run throughout the composition, altering the design lines, adding to the form and serving the function. Some solutions utilize the old structure either for stair steps or for integrating the furniture into the levels, or more specifically in the construction of seats and work benches.