Η διπλωματική εργασία της Αναστασίας Τσίγκου πραγματεύεται τη δημιουργία ενός project κοινωνικής στέγασης στην περιοχή του Ψυρρή, στο κέντρο της Αθήνας, με την εισαγωγή 3 εξαώροφων κτιρίων, εκ των οποίων τα 2 στεγάζουν κοινωνικές κατοικίες, ενώ το 3ο προορίζεται για δημόσια χρήση. Η ενότητα αλληλεπιδρά με την υπάρχουσα γειτονιά και στοχεύει στην εκπλήρωση των αναγκών αυτής, αλλά και των ανθρώπων που κατοικούν εκεί, οι οποίοι έχουν στερηθεί την ικανοποιητική διαβίωση.
Ύστερα από έλεγχο των χρήσεων γης και των δικτύων κυκλοφορίας του ιστορικού τριγώνου της πρωτεύουσας, επιλέχθηκε η συνοικία του Ψυρρή, μια δημοφιλής και ανερχόμενη περιοχή γενικής κατοικίας και ευνοϊκής γεωγραφικής θέσης.
Οι αμιγείς κατοικίες είναι περιορισμένες, ενώ εγκαταλελειμμένα κτίρια μέτριας και κακής κατάστασης συναντά κανείς συχνά. Στο μεγαλύτερο εύρος της περιοχής όμως, συναντώνται χρήσεις εμπορίου και αναψυχής. Τέλος, οι αδόμητοι χώροι είναι επίσης πολυάριθμοι.
“Κύριο μέλημα ήταν η εύρεση αστικών κενών σε οικόπεδα με χωρική εγγύτητα”.
Στόχος ήταν η πλήρωση και η αξιοποίησή τους, προς εκπλήρωση των αναγκών της συνοικίας και κατ’ επέκταση, των κατοίκων αυτής. Έχοντας αυτά τα δεδομένα ως βάση, η δημιουργός κατέληξε στα οικοδομικά τετράγωνα 65084, 65086 και 65087 που περιβάλλουν οι οδοί Αγίων Αναργύρων, Τάκη, Λεπενιώτου, Ωγύγου και Σαρρή, των οποίων τα κενά καταλαμβάνουν έκταση 2.050 m², είναι συνευθειακά κι αυτή τη στιγμή λειτουργούν μάλλον επιβαρυντικά για την περιοχή, ως πάρκινγκ και ως αυθαίρετη αυλή των καταστημάτων εστίασης.
“Πρόθεση είναι η εισαγωγή 3 εξαώροφων κτιρίων στους 3 ακάλυπτους χώρους της πυκνοδομημένης αυτής περιοχής, που θα λειτουργούν σαν ενότητα”.
Εξετάζοντας την ογκομορφολογική κατάσταση της περιοχής αυτής, διαπιστώθηκε πως τα οικοδομικά τετράγωνα έχουν ακανόνιστο σχήμα και τα κτίσματα, ποικίλουν όσον αφορά τη μορφή, το μέγεθος, το ύψος και την τυπολογία τους.
Η φύτευση, επίσης, είναι ελλιπής. Ένας περίπατος στο δαιδαλώδες αυτό δίκτυο κυκλοφορίας δημιουργεί ετερόκλητες εντυπώσεις και εικόνες, αφού αποτελείται από στενά περάσματα, στοές και συνεχείς εναλλαγές από δημόσιους σε ιδιωτικούς χώρους.
Η ομαλή ένταξη ενός project κοινωνικής στέγασης σε ένα τόσο πολυμορφικό περιβάλλον αποτελεί βέβαια πρόκληση, όμως θεωρείται πως τόσο η κατοικία όσο και οι δημόσιες χρήσεις που τη συνοδεύουν, θα λειτουργήσουν θετικά ως προς την ισορροπία των λειτουργιών της περιοχής και θα οδηγήσουν στην επίλυση προβλημάτων, που σχετίζονται με την έλλειψη πρασίνου και χώρων στάσης, την όχληση από τα κέντρα διασκέδασης, την κυκλοφοριακή συμφόρηση, την κοινωνική ανισότητα και την γκετοποίηση.
“Η πρόσβαση στην περιοχή μελέτης επιτυγχάνεται είτε οδικώς είτε περπατώντας”.
Έπειτα από τη διεύρυνση των ακαλύπτων με την αφαίρεση τριών ερειπωμένων και εγκαταλελειμμένων κτισμάτων, η δημιουργός προχώρησε με την επίστρωση του ισογείου από υλικά διαφορετικών υφών και συγκεκριμένα με πλάκες μπετόν σε μεγαλύτερο βαθμό κατά μήκος της κύριας κυκλοφορίας, μαλακό σταθεροποιημένο χώμα κατάλληλο τόσο για φύτευση όσο και για άνετη βάδιση, καθώς και ορισμένες σχιστόπλακες ποικίλων μεγεθών πάνω σε αυτό.
“Στο πράσινο του αιθρίου τοποθετούνται ξύλινες σανίδες deck που διευκολύνουν τη διάσχισή του”.
Παρτέρια, καθίσματα και στοιχεία νερού ορίζουν τις κινήσεις των πεζών και δημιουργούν χώρους στάσης. Οι 2 νέοι πεζόδρομοι ενδιάμεσα των τετραγώνων φυτεύονται κατά μήκος, είναι στρωμένοι από φιλέτα μπετόν πλάτους 20cm που τοποθετούνται ανά 3m και το γέμισμα αποτελείται από κυβόλιθους 10*10 cm.
Οι πεζόδρομοι, όπως και όλα τα δάπεδα του ισογείου, φτάνουν στη στάθμη των πεζοδρομίων. Με τον τρόπο αυτό, η παρέμβαση καθίσταται σαφέστερη και οι πορείες των πεζών ενοποιούνται στο ίδιο επίπεδο. Για τη δημιουργία μετώπων του κεντρικού τετραγώνου προς τους πεζοδρόμους, τοποθετήθηκαν σκίαστρα στα όρια των οικοδομικών γραμμών.
Όσον αφορά τα καταστήματα στο κέντρο του οικοπέδου, πρόκειται για ελαφριές διαμπερείς κατασκευές, περιβάλλονται δηλαδή από τζαμαρία, και προορίζονται για εμπορική χρήση. Το ισόγειο, λοιπόν, μοιάζει με μια μεγάλης έκτασης πυλωτή και το ύψος της (5,5m) δίνει στα μαγαζιά τη δυνατότητα δημιουργίας παταριού.
“Το τρίτο τετράγωνο, όπως προαναφέρθηκε, χρησιμοποιήθηκε για τη σχεδίαση ενός κτιρίου δημόσιας χρήσης”.
Είναι τοποθετημένο σε αδιέξοδο και συμβολίζει το τέλος της πορείας μέσα στην παρέμβαση. Θεωρήθηκε ως συνέχεια του ισογείου και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η δημιουργός επιθυμεί να έχουν πρόσβαση τόσο οι κάτοικοι του συγκροτήματος, όσο και οι υπόλοιποι της περιοχής.
Η διαμόρφωση των κατοικιών στους ορόφους των κτισμάτων, εκτός του πολυχώρου, αποτελεί κύριο στοιχείο της εργασίας. Το σενάριο κατοίκησης περιλαμβάνει 36 κοινωνικές κατοικίες διαφόρων ειδών και μεγεθών που εξαρτώνται από το πόσοι και ποιοι θα μένουν σε αυτές.
“Το βασικότερο κριτήριο διαμονής είναι η οικονομική κατάσταση”.
Το οικιστικό σύνολο απευθύνεται σε ανθρώπους που βρίσκονται σε ένδεια και αδυνατούν να αναλάβουν οι ίδιοι τα έξοδα και τη συντήρηση μίας κατοικίας. Είναι γεγονός πως τα στεγαστικά προβλήματα αφορούν, δυστυχώς, όλο και περισσότερες και ευρύτερες κοινωνικές ομάδες, από τα μικρά μέχρι τα μεσαία εισοδηματικά στρώματα, άστεγους, άνεργους, ντόπιους, οικονομικούς μετανάστες. Υπήρξε λοιπόν η σκέψη, πως η εξασφάλιση δωρεάν κατοίκησης μέσω της διαχείρισης των κτιρίων αυτών από έναν κρατικό φορέα, είναι η ιδανικότερη προσέγγιση.
Κι επειδή ακριβώς ο αριθμός των πολιτών που έχουν ανάγκη την κρατική βοήθεια για τη διαφύλαξη του δικαιώματος για στέγη ολοένα και αυξάνεται, κρίθηκε αναγκαία την εναλλαγή των κατοίκων με την πάροδο του χρόνου, για την εξυπηρέτηση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου πλήθους. Η διαβίωση, δηλαδή, στην κτιριακή αυτή ενότητα θα διαρκεί ώσπου οι κάτοικοι να καταφέρουν να ορθοποδήσουν.
“Οι διαφορετικοί τύποι διαμερισμάτων προκύπτουν και από τους διαφορετικούς τύπους ανθρώπων”.
Το κάθε διαμέρισμα δηλαδή, θα σχετίζεται άμεσα με τις ανάγκες των ενοίκων που θα φιλοξενεί. Συγκεκριμένα, στην ενότητα έχουν τη δυνατότητα να κατοικήσουν εργένηδες είτε ζευγάρια χωρίς παιδιά σε studio 40 m², 2 ή 3 συγκάτοικοι σε διαμερίσματα των 80 ή 100 m² καθώς και οικογένειες διαφόρων μορφών.
Απώτερος στόχος είναι η δημιουργία ευρύχωρων και διαμπερών διαμερισμάτων, όχι τυποποιημένων, και αποφεύγοντας τις πολλές μεσοτοιχίες για να δημιουργηθούν όσο το δυνατόν περισσότερες φωτιστικές επιφάνειες. Για τη φύτευση σε όλα τα αίθρια, επιλέχθηκαν δέντρα με μεγάλη διάμετρο τόσο για την επαρκή σκίαση και τη βελτίωση του μικροκλίματος, όσο και για τη διαφύλαξη της ιδιωτικότητας των κατοίκων.
Κι αυτό διότι τα δέντρα αυτά έχουν ύψος περίπου όσο και το ισόγειο και λειτουργούν σαν φίλτρο ανάμεσα στο δημόσιο και στο ιδιωτικό χώρο, καθώς δεν επιτρέπουν την άμεση οπτική επαφή των ενοίκων μεταξύ τους.
Το εσωτερικό των διαμερισμάτων γίνεται όσο το δυνατόν πιο λειτουργικό, όμως απουσιάζουν οι καινοτομίες ή τα ιδιαίτερα έπιπλα. Η δημιουργός ενήργησε έτσι με το σκεπτικό πως αφού οι κάτοικοι δεν θα είναι μόνιμοι αλλά θα διαδέχονται ο ένας τον άλλον, το διαμέρισμα θα ήταν καλύτερο να μην έχει συγκεκριμένη ταυτότητα.
“Ο σχεδιασμός των όψεων, ωστόσο, ώστε τα κτίρια της ενότητας ταυτόχρονα να ξεχωρίζουν αλλά και να εντάσσονται αρμονικά στο σύνολο, ήταν το βασικότερο εγχείρημα”.
Η επιθυμία να προφυλαχθούν οι κάτοικοι από την υπερβολική έκθεση στο φως αλλά και από την άμεση οπτική επαφή τους με το περιβάλλον, οδήγησε στην απόφαση δημιουργίας μεταλλικού πλέγματος. Πάνω του φέρει σκίαστρα 3 τύπων που εξαρτώνται από τον προσανατολισμό των όψεων και δημιουργούν ένα ημιδιαφανές σύστημα από κενά και πλήρη, του οποίου η πυκνότητα διαφέρει ανάλογα με το είδος του δωματίου και του ανοίγματος που βρίσκεται πίσω του. Το ίδιο συνεχίζεται και στα δώματα, δημιουργώντας έτσι μία πέμπτη όψη από ξύλινες σανίδες, όμοιες με τα σκίαστρα του ισογείου.
Μιλάμε πια για μια ενότητα που αλληλεπιδρά έντονα με την πόλη, καθώς είναι απόρροια κοινωνικών προβλημάτων όπως και της νοσολογίας και της πολυπλοκότητας του αστικού ιστού, αλλά ταυτόχρονα επηρεάζει τη λειτουργία και το χαρακτήρα της περιοχής.
Ως απάντηση στην τυποποίηση και τη χαμηλή αισθητική των κοινωνικών κατοικιώντου παρελθόντος, αντιμετωπίστηκε ο άνθρωπος ως ενεργό υποκείμενο του αστικού βίου, πράττοντας με στόχο την ικανοποιητική διαβίωσή του, σε μονάδες κατοίκησης που δεν μειονεκτούν έναντι οποιουδήποτε άλλου οικιστικού συνόλου.
Μια περιήγηση στο συγκρότημα, σε διάφορα οπτικά επίπεδα, αποκαλύπτει μεν στοιχεία που μαρτυρούν την ύπαρξη της κοινωνικής κατοικίας, όπως για παράδειγμα η απουσία υπερφίαλων κατασκευών, ο περιορισμένος αριθμός στα υλικά, το τυπικό ύψος στους ορόφους και μια γενική επανάληψη και ομοιομορφία, χωρίς όμως αυτό να γίνεται κραυγαλέο ή το κτίριο να λειτουργεί σε βάρος της αισθητικής.
Κάτι τέτοιο, ιδιαίτερα για τους ανθρώπους που έχουν βιώσει τον κοινωνικό αποκλεισμό και αδυνατούν να εξασφαλίσουν όσα οι περισσότεροι θεωρούμε δεδομένα, θεωρείται πολύ σημαντικό, να νιώθουν δηλαδή πως είναι ενσωματωμένοι στο οικιστικό και αστικό σύνολο και να ζουν αξιοπρεπώς. Και αυτό διότι υπάρχει η πεποίθηση πως η δυνατότητα και η ευκαιρία για τη δημιουργία ενός ιδανικού κόσμου μέσα στον ευρύ κόσμο της πόλης θα έπρεπε να είναι προνόμιο όλων μας.
English description: Diploma thesis by Anastasia Tsigkou is concerned with the design of a social housing project which is completely integrated within the city and its components in the center of Athens.
After consideration of the use of land and the transportation networks in the triangular historic center of the city, author chose the district of Psirri, which is a popular and rapidly developing residential area with suitable geographic characteristics.
Purely residential buildings are rare in the area, whereas abandoned buildings in poor condition and vacant lots are a common site. Most of the area is utilized for commercial and recreational use.
The first priority was the identification of vacant lots in close proximity to each other. The basic intention was to utilize these lots for the construction of structures that would serve the requirements of the district and its inhabitants.
With this in mind she chose blocks 65084, 65086 and 65087, bounded by Agion Anargiron, Taki, Lepeniotou and Sarri street. The vacant lots are collinear with a total area of 2050 m². Their current use as parking lots and as outdoor seating areas for nearby restaurants may be detrimental to the neighbourhood.
It is her intention to construct 3 six-storey buildings in the 3 vacant lots of this otherwise densely structured area that would function as a single unit. The layout of the district is characterized by irregularly shaped city blocks and buildings that differ in terms of shape, size, height and external design.
Walking through the area in its current state reveals a variety of distinct impressions and images, as it is characterized by narrow passages and canopies which blur the boundaries between public and private spaces.
It is difficult to completely integrate a social housing project into such a polymorphic area, but her conviction is that the residential complex and its associated public areas would positively affect the balance of activitiesin the district and lead to the resolution of its current issues including the lack of vegetation and public leisure spaces, the noise pollution from the nearby recreational establishments and the excess traffic, thus promoting social equality and gentrification.
“The area can be accessed both by car and on foot”.
After initially expanding the vacant areas by demolishing 3 derelict buildings she would cover the ground floor with a variety of different materials, specifically concrete pavement over the central traverse and soft soil suitable for vegetation and walking on the sides, upon which numerous slates of different sizes would be situated. Wooden floor boards are to be placed over the grass covered parts of the patio so it can be more easily traversed. Bushes, benches and streams define where pedestrians walk and serve as places of rest.
Two new pedestrian streets in between the squares are planted along, are paved with concrete fillets 20cm wide that are placed per 3m and the filling consists of blocks of 10*10 cm. Pedestrian streets, like all floors of the ground floor, reach the level of the sidewalks.
“In this way, the intervention becomes clearer and pedestrian paths are consolidated at the same level”.
To create fronts of the main square to the sidewalks, she place shade on the boundaries of the building lines. As regards the shops in the center of the plot, these are light structures which are surrounded by glass windows and intended for commercial use. The ground floor, then, looks like a large pilotis and its height (5.5m) gives the shops the possibility of creating a loft.
She opted to use the third block to construct a building intended for public use. It is situated on a dead end and marks the end of the intervention. It is conceived as a continuation of the ground floor, which is why it should be accessible not only to the inhabitants of the project, but to any person who happens to be in the area.
The design of the apartments in the upper floors of the residential buildings is a main focus of this thesis. The habitation concept consists of 36 apartments for social housing, the layout and size of which is dependent on the characteristics of their inhabitants.
The apartments are to be allocated primarily on the basis of financial difficulty as the project is intended to house disadvantaged individuals who lack the means to secure housing, an issue which has become more common in the past few years as it affects many distinct social groups.
Apart from refugees, recent immigrants, the homeless, the unemployed and individuals living in abject poverty, the costs associated with housing may place undue financial strain even on middle class households.
“It would be advantageous if the project was managed by the public sector to ensure equitable allocation of resources”.
Ideally the population housed in the project is to be renewed over time, as tenants whose financial situation improves sufficiently so as to enable them to secure housing without undue strain give way to individuals in greater need.
Each apartment layout is designed with a specific demographic of tenants in mind, with the intention of fulfilling their particular needs. Thus 40 m² studios are primarily for singles and couples without children, whereas larger apartments of 80 m² or 100 m² are better suited for room-mates or families.
Her intention was to create unique, spacious, double-frontage apartments without shared walls so as to maximize exposure to natural light. The common areas are to be planted with trees of a large diameter and height approximating that of the ground floor so as to provide shade, stabilizing the internal climate and afford greater privacy to each apartment by their function as a filter between common and private areas.
She designed the interior of the apartments to maximize functionality without predertmining the identity of each unit in terms of furniture or by other forms of novelty. The rationale behind this decision is that each tenant must be encouraged to customize the interior to best suit his individual needs for his time in the project.
The frontal and lateral aspects of the project buildings were designed so as to be distinct from the surrounding urban landscape while also being harmoniously integrated into the district. She decided to place a metallic plexus over the aspects to limit residents’ exposure to light and shield them from direct visual contact with their environment.
It is composed of three different types of shades, placed accordingly with the orientation of each aspect to create a semitransparent construct of covered and uncovered spaces, with a various degrees of opacity for different rooms and underlying openings.
“This extends into the rooms, thus creating a fifth aspect of wooden planks similar to the shades on the ground floor”.
The project is conceived as a single entity influenced by social issues and the complexity of local urban pathologies, which in turn significantly affects the functionality and characteristics of the area.
In contrast to the highly standardized and aesthetically indifferent social housing projects of the past, her intention was to create one which is in no way inferior to other residential constructs. This would offer tenants a higher quality of life while also affirming their role as active participants in all aspects of living in the district.
Walking through the complex reveals the characteristics typical of social housing projects including a smaller variety of materials, the absence of supercilious constructs, the utilization of a typical height for each storey and a general sense of repetition and homogeneity, without this being extremely obvious and diminishing the aesthetic value of the building.
She consider this of vital importance for individuals who have experienced social exclusion and struggle to maintain what others take for granted, as it enables them to live with dignity by integrating them completely in the surrounding residential area. She vehemently believes all should be offered the opportunity to create their own ideal world within the greater urban environment, as this is an inalienable human right.
Project title: FulFillment | Social Entity in Psirri, Course: Diploma thesis, Institution: School of Architecture (University of Patras), Student: Tsigkou Anastasia, Supervisor: Dimitris Antoniou, Date: November 2020