Η διπλωματική εργασία της Ηλιάνας Κέλλα, που παρουσιάστηκε το 2012 στην Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου, επιχειρεί την μεταμόρφωση της Νομαρχίας Τρικάλων σε πραγματικά εμβληματικό κτήριο για την πόλη.
Το τέλος της δεκαετίας του ’60, στερεί από την πόλη των Τρικάλων, ένα κτήριο – τοπόσημο, ένα δημόσιο χώρο έντονης κοινωνικής δραστηριότητας. Στη θέση του ανεγείρεται το κτήριο που θα στέγαζε, μέχρι τις ημέρες των Καλλικράτειων αλλαγώνστις Τοπικές Αυτοδιοικήσεις, το Διοικητήριο του Νομού.
“Οι αλλαγές αυτές αλλά και οι λόγοι ακαταλληλότητας του συγκεκριμένου σημείου στην πόλη, ως υποδοχέα μιας τέτοιας χρήσης, κάνουν την μετεγκατάστασή της, πιο επίκαιρη από ποτέ”.
Στα πλαίσια της διπλωματικής αυτής εργασίας, διερευνάται ο τρόπος με τον οποίο ένα κτήριο άνευ αρχιτεκτονικής αξίας, που ωστόσο, λόγω μεγέθους, θέσης και ιστορικότητας, αποτελεί ένα σημαντικό αστικό συντελεστή, μπορεί να επανανοηματοδοτηθεί.
Τόσο μέσα από την πρόταση νέων χρήσεων, συμβατών αλλά και ενισχυτικών των τρεχουσών εξελίξεων στο ρόλο που διαδραματίζει η ευρύτερη περιοχή σε χωροτακτική κλίμακα, όσο και μέσα από την αρχιτεκτονική επεξεργασία του στοιχείου, που «δικαιολογεί» την επιλογή συνέχισης της ύπαρξής του: του φέροντος οργανισμού από οπλισμένο σκυρόδεμα.
“Οι χρήσεις, λοιπόν, που συστήνουν το κτηριολογικό πρόγραμμα αποτελούν μια πρόταση αξιοποίησης αλλά και προώθησης των νέων αυτών δεδομένων”.
Με την περιβαλλοντική, την εκθεσιακή και τη συνεδριακή ενότητα να παίζουν κεντροβαρικό ρόλο σε αυτή την κατεύθυνση, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις περιοδικής χρήσης του κτηρίου, με γεγονότα υπερτοπικά και προς κινητοποίηση διαφόρων κλάδων της πόλης αλλά και του Νομού γενικότερα.
Από την άλλη, οι ίδιες αυτές ενότητες μπορούν να λειτουργούν και σε πιο καθημερινή βάση, αποδίδοντας στην τοπική κοινότητα, ενώ βρίσκουν παράλληλα την απαραίτητη στέγη τοπικοί σύλλογοι και δραστηριότητες, αλλά και εμπορικές χρήσεις.
Δημιουργείται, έτσι, ένας αναζωογωνητικός πόλος ποικίλων ενδιαφερόντων στην περιοχή, η οποία για την ώρα χαρακτηρίζεται από μια εικόνα εγκατάλειψης τις απογευματινές ώρες, που έχει σταματήσει η λειτουργία της λαϊκής αγοράς και των γύρω γραφείων.
Επιχειρείται η βελτίωση της προσπελασιμότητας των χώρων της ισόγειας στάθμης και της συσχέτισής τους, με τις ροές στο γύρω δημόσιο χώρο, ενώ παράλληλα η επεξεργασία των όγκων και των υλικών, γίνεται με άξονα την έκφραση μιας καταλληλότερης αστικής κλίμακας, της εξωστρέφειας του συνόλου, αλλά και της οργάνωσης των λειτουργικών ενοτήτων του.
Η κανονικότητα και η πυκνότητα των υποστυλωμάτων μας επιτρέπουν να μιλάμε για έναν φορέα, που χαρακτηρίζεται από μια υπερστατικότητα, που κάνει δυνατή την, κατά τόπους και όπου κρίνεται απαραίτητη από την αρχιτεκτονική επίλυση, τροποποήσή του.
Ο υπάρχων φέρον οργανισμός ενισχύεται όπου κριθεί απαραίτητο από υφάσματα / ελάσματα από ίνες άνθρακα και υάλου και επιχρίεται, ενώ διαφράγματα από σκυρόδεμα το οποίο μένει ανεπίχριστο και μεταλλικά χιαστί, συμβάλλουν επιπλέον στην αρχιτεκτονική επεξεργασία των όψεων των όγκων αλλά και του εσωτερικού των χώρων.
Ταυτόχρονα, διατηρείται τμήμα της παλιάς μη φέρουσας τοιχοποιίας, το οποίο λειτουργεί, σε μικρότερο βαθμό, επίσης διαφραγματικά στα διαστήματα του φέροντος οργανισμού.