Φτάνοντας στον λόφο πάνω από τον οικισμό της Βίβλου, από την πρώτη στιγμή αντιλαμβάνεται κανείς τις πολλαπλές ποιότητες του τοπίου αλλά και τις έντονες αντιθέσεις του. Στην πίσω πλευρά του οικοπέδου, ένα μικρό λευκό κυκλαδίτικο εκκλησάκι δεσπόζει στο ύψωμα, ενώ μπροστά, η πανοραμική θέα, από τη Χώρα της Νάξου έως την παραλία της Πλάκας, αιχμαλωτίζει το βλέμμα και προκαλεί δέος.
Ο σχεδιασμός των δύο ανεξάρτητων ιδιωτικών κατοικιών, που εκπονήθηκε από το αρχιτεκτονικό γραφείο Modulus Architecture, είχε ως βασικό στόχο την τουριστική εκμετάλλευσή τους, διατηρώντας παράλληλα την αρμονία με το φυσικό περιβάλλον. Η τοποθέτησή τους στο υψηλότερο σημείο του οικοπέδου, η μία δίπλα στην άλλη, επιλέχθηκε για την καλύτερη οπτική προς τη θέα, ενώ το φυσικό ανάγλυφο αξιοποιήθηκε για τη δημιουργία υπόσκαφων κατασκευών. Δύο μεγάλες πλάκες μοιάζουν να αναδύονται από το έδαφος, αποσπώνται, γλιστρούν ελαφρώς και διαμορφώνουν τις δύο κατοικίες, ενώ μια μικρότερη πλάκα δημιουργεί ένα ανώτερο επίπεδο. Η στήριξη των πλακών και η εξασφάλιση της ιδιωτικότητας επιτυγχάνονται μέσω κάθετων τοιχίων, τα οποία παράλληλα λειτουργούν ως αντιστηρίξεις του εδάφους.
“Το φυσικό ανάγλυφο και η ανοιχτή θέα υπαγόρευσαν τη σύνθεση ενός κτιρίου με δισυπόστατο χαρακτήρα, το οποίο άλλοτε γεφυρώνει και άλλοτε αμβλύνει τις αντιθέσεις του τοπίου: ιδιωτικότητα και εξωτερίκευση, ένταξη και αποκάλυψη, εσωστρέφεια και καδράρισμα, φύσηκαι ανθρώπινη παρέμβαση”.
Τρεις από τις τέσσερις όψεις του συγκροτήματος είναι σχεδόν εξ’ ολοκλήρου ενσωματωμένες στο έδαφος, καθιστώντας το κτίσμα αθέατο από τον πλευρικό δρόμο. Έτσι, το στοιχείο της έκπληξης και του μυστηρίου εντείνεται κατά την περιήγηση στους χώρους, προσδίδοντας έναν κινηματογραφικό χαρακτήρα στην εμπειρία του επισκέπτη. Κάθε διαδρομή οδηγεί σε μια αποκάλυψη: ένα νέο οπτικό πεδίο, μια διαφορετική οπτική γωνία, μια αίσθηση προσμονής. Οι είσοδοι των κατοικιών βρίσκονται στο πίσω μέρος, χωρίς προειδοποιητικά στοιχεία για το τι κρύβεται από την άλλη πλευρά. Μόνο οι φυτεμένες πλάκες, που είτε εφάπτονται στο έδαφος είτε υψώνονται ελαφρώς, αποκαλύπτουν τη συνθετική πρόθεση.
“Ανοίγματα στις πλάκες και κενά ανάμεσα στα τοιχία σηματοδοτούν τις εισόδους, ενώ οι επισκέπτες οδηγούνται προς την μπροστινή πλευρά μέσω ημιυπαίθριων διαδρομών ή ενός στενού διαδρόμου που καταλήγει σε ένα ξέφωτο”.
Η εσωτερική εμπειρία ενισχύεται από τα μεγάλα ανοίγματα και το αίθριο στο κέντρο του κτιριακού όγκου, επιτρέποντας την αλληλεπίδραση εσωτερικού και εξωτερικού χώρου, ιδίως κατά τους θερινούς μήνες. Το στοιχείο του νερού, παρόν σε μεγάλες επιφάνειες, βρίσκεται είτε σε άμεση σύνδεση με τον εσωτερικό χώρο, δημιουργώντας μια μοναδική εμπειρία για τον χρήστη, είτε σε ελαφρώς απομακρυσμένα σημεία, γύρω από τα οποία αναπτύσσονται λειτουργίες που αναδεικνύουν τη σημασία του στο νησιωτικό τρόπο ζωής.
Τέλος, η υλικότητα των κατασκευών – τσιμεντοκονία, σε απόχρωση συγγενική με το φυσικό έδαφος και ξύλο – σε συνδυασμό με τη διατήρηση της φυσικής βλάστησης, συμβάλλει στην ένταξη και τη γείωση ενός κτιριακού όγκου που, αν και δυναμικός στη μορφή του, εναρμονίζεται με το τοπίο της περιοχής.
English description: Arriving at the hill above the settlement of Vivlos, one immediately perceives the multiple qualities of the landscape as well as its striking contrasts. At the rear of the plot, a small white Cycladic chapel dominates the elevation, while at the front, the panoramic view—from the town of Naxos to the beach of Plaka—captivates the eye and evokes a sense of awe.
The design of the two independent private residences, bythe team of Modulus Architecture, was driven by the goal of touristic use while maintaining harmony with the natural environment. Their placement at the highest point of the plot, side by side, was chosen to maximize the view while also taking advantage of the natural topography to create largely subterranean structures. Two large slabs appear to emerge from the earth, separate, subtly shift, and define the two residences, while a smaller slab creates an elevated level. The slabs are supported by vertical walls that also ensure privacy between the residences and function as retaining elements for the terrain.
“The natural relief and expansive view led to the composition of a building with a dual nature—one that alternately bridges and softens the contrasts of the landscape: privacy and extroversion, integration and revelation, introversion and framing, nature and human intervention”.
Three out of the four façades of the complex are almost entirely embedded into the terrain, rendering the structure nearly invisible from the side road. This enhances the element of surprise and mystery as one navigates through the spaces, lending a cinematic quality to the visitor’s experience. Each pathway leads to a discovery: a new vantage point, a different perspective, a moment of anticipation. The entrances to the residences are located at the rear, with no visible indication of what lies beyond. The only discernible elements are the planted slabs, either seamlessly integrated into the terrain or slightly elevated.
“Openings in the slabs and gaps between the walls define the entrances, while movement toward the front side requires passing through semi-outdoor passages or descending a staircase that leads through a corridor into a clearing”.
The interior experience is enriched by large openings and a central atrium, fostering a seamless interaction between indoor and outdoor spaces, particularly during the summer months. Water features, present in expansive surfaces, either directly connect with the interior—offering a sensory experience for the user—or are positioned slightly apart, surrounded by functional areas that highlight the intrinsic relationship between island living and water.
Finally, the materiality of the structures—cement mortar in a shade that closely resembles the natural terrain and wooden elements—combined with the preservation of the native vegetation, contributes to the integration and grounding of a built form that, despite its dynamic geometry, remains in harmony with the surrounding landscape.