Γερμανία: Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ξεπέρασαν τον άνθρακα το πρώτο εξάμηνο του 2018
17 Ιουλίου 2018Χρηματοδότηση ύψους 1,3 εκατ. ευρώ για έργα αστικής ανάπλασης στον Δήμο Κερατσινίου – Δραπετσώνας
17 Ιουλίου 2018Την πρώτη θέση του Δείκτη ελκυστικότητας της ΕΥ για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (Renewable energy country attractiveness index – RECAI) κατέκτησε, για τρίτη συνεχόμενη φορά, η Κίνα, ενώ την ίδια ώρα οι ΗΠΑ και η Γερμανία ξεπέρασαν την Ινδία, η οποία βρέθηκε, πλέον, στην τέταρτη θέση σε σχέση με τη δεύτερη θέση που κατείχε μέχρι πρόσφατα.
Παράλληλα, και σύμφωνα με την ΕΥ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ολλανδία κατέγραψαν σημαντική πρόοδο, ανεβαίνοντας στην έβδομη και ένατη θέση αντίστοιχα, ενώ η Ταϊβάν επανεισήλθε στην εξαμηνιαία κατάταξη των 40 ελκυστικότερων αγορών.
Η 51η έκδοση του Δείκτη ελκυστικότητας της ΕΥ για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αναδεικνύει μία τάση ενίσχυσης του προστατευτισμού στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ).
Ο στόχος της Ινδίας για την ηλιακή ενέργεια το 2022 φαίνεται ολοένα και πιο φιλόδοξος, εν μέσω των ανησυχιών που προκαλεί στους επενδυτές η ενδεχόμενη επιβολή δασμού 70% στους εισαγόμενους ηλιακούς συλλέκτες και στις προσφορές χαμηλής ισχύος.
Παράλληλα, τον Ιανουάριο οι ΗΠΑ επέβαλαν δασμό 30% στις εισαγωγές ηλιακών φωτοβολταϊκών κυψελών και μονάδων. Ωστόσο, ο Δείκτης επισημαίνει την ανθεκτικότητα της αγοράς των ΗΠΑ, η οποία αναρριχήθηκε από την τρίτη, στη δεύτερη θέση, καθώς οι δασμοί που επιβλήθηκαν απορροφώνται σε μεγάλο βαθμό, ενώ τα έργα αιολικής ενέργειας δεν υπόκεινται στις περικοπές των επιδοτήσεων που περιλαμβάνονται στο φορολογικό νομοσχέδιο που ψηφίσθηκε πρόσφατα στη χώρα.
Στην 34η θέση του Δείκτη η Ελλάδα
Η Ελλάδα κατατάσσεται στην 34η θέση του Δείκτη, υποχωρώντας για δεύτερο συνεχόμενο εξάμηνο κατά μία θέση και αφού προηγουμένως είχε αναρριχηθεί κατά οκτώ θέσεις από την τελευταία θέση μεταξύ των 40 χωρών της κατάταξης.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έκθεσης, ο κ. Τάσος Ιωσηφίδης, Εταίρος και Επικεφαλής του τμήματος Χρηματοοικονομικών Συμβούλων της ΕΥ Ελλάδος, αναφέρει: «Η υποχώρηση της χώρας μας στη σημαντική αυτή κατάταξη, την ώρα που χώρες με παρόμοιες αντικειμενικές προϋποθέσεις, όπως η Ιταλία και η Τουρκία, βρίσκονται στη 16η και 17η θέση αντίστοιχα, γεννά ανησυχίες. Είναι ανάγκη να βελτιώσουμε το νομοθετικό πλαίσιο και να αντιμετωπίσουμε τα γραφειοκρατικά εμπόδια, προκειμένου να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε τους στόχους της ΕΕ για το 2020, αλλά και να προσελκύσουμε σημαντικές ξένες επενδύσεις στον κλάδο των ΑΠΕ που θα συμβάλουν στην ανάπτυξη της χώρας μας».
Βελτίωση κατάταξης για Ηνωμένο Βασίλειο και Ολλανδία, και επανεμφάνιση της Ταϊβάν στον Δείκτη
Παρά τη μεγάλη μείωση των επενδύσεων σε ΑΠΕ το 2017, το Ηνωμένο Βασίλειο ανέβηκε στην έβδομη, από τη δέκατη θέση της κατάταξης, καθώς η αγορά φαίνεται να προσαρμόζεται στον τερματισμό των επιδοτήσεων των φωτοβολταϊκών μονάδων, ενώ προχωρούν έργα αιολικής ενέργειας στην ξηρά και ο εκσυγχρονισμός παλαιότερων αιολικών πάρκων.
Η Ολλανδία, όπου καταγράφεται μεγάλη επέκταση των ΑΠΕ, αναρριχήθηκε από τη 15η στην 9η θέση της κατάταξης του Δείκτη. Σημαντικό ρόλο σε αυτό διαδραματίζουν οι πρόσφατες προσφορές για την παραγωγή υπεράκτιας αιολικής ενέργειας χωρίς επιδοτήσεις και η αυξανόμενη αγορά ηλιακής ενέργειας, καθώς η κυβέρνηση επιδιώκει να επιτύχει τον στόχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για συμμετοχή των ΑΠΕ κατά 14% στη συνολική παραγωγή ενέργειας μέχρι το 2020.
Η Ταϊβάν επανήλθε στην κατάταξη των 40 ελκυστικότερων αγορών για πρώτη φορά μετά από δύο χρόνια, στην 31η θέση, καθώς η κυβέρνηση ανακοίνωσε την πρόθεσή της να καταργήσει την πυρηνική ενέργεια και ανέλαβε πρωτοβουλίες για την αύξηση της συμμετοχής των ΑΠΕ στο 20% έως το 2025, με ιδιαίτερη έμφαση στα υπεράκτια έργα αιολικής ενέργειας.
Ο Δείκτης εξετάζει, επίσης, την τάση πολλών από τις μεγαλύτερες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου διεθνώς να προχωρούν σε ολοένα και μεγαλύτερες επενδύσεις σε μορφές ενέργειας με χαμηλές εκπομπές άνθρακα. Ωστόσο, ενώ ο Δείκτης τονίζει ότι οι ανησυχίες για την κλιματική αλλαγή και η εξέλιξη των ηλεκτρικών οχημάτων αποτελούν, μακροπρόθεσμα, την κινητήριο δύναμη για επενδύσεις στις ΑΠΕ, ο ρυθμός μετάβασης των μεγάλων πετρελαϊκών εταιρειών προς τις ΑΠΕ παραμένει αβέβαιος.