Αντικείμενο της μελέτης, που ανέλαβε η Ιουλία Λάζου, σε συνεργασία με τη Μαρία Σέλκου, ήταν ο σχεδιασμός ενός νέου υποκαταστήματος αλυσίδας καφέ με ενσωμάτωση μιας νέας χρήσης, αυτής του μπαρ και της ανοιχτής κουζίνας. Ο χώρος προέκυψε από τη συνένωση 2 ισόγειων καταστημάτων με αντίστοιχους υπόγειους χώρους σε στοά επί του πεζόδρομου Διονυσίου Αρεοπαγίτου στην Ακρόπολη.
Για τη συνθετική πρόταση, έμπνευση της σχεδιαστικής ομάδας, αποτέλεσε ο τόπος, η Αθήνα, ως μια φιλόξενη πόλη-παλίμψηστο. Η Αθήνα είναι ένα παλίμψηστο, ένα ιστορικό μωσαϊκό αιώνων, όπου τα αρχαία μνημεία συνυπάρχουν με νεοκλασικές μονοκατοικίες, μεταπολεμικές πολυκατοικίες και σύγχρονα κτίρια συνυφαίνοντας μια περίτεχνη αστικότητα. Παράλληλα στην Αθήνα, η ανθρώπινη κλίμακα όχι μόνο δεν χάνεται, αλλά τονίζεται μέσα από τη θαλπωρή και την οικειότητα στους χώρους εστίασης και αναψυχής της πόλης.
Η σχεδιαστική ομάδα δανείστηκε υλικά και μοτίβα από το παλίμψηστο της πόλης και τα μετέγραψε στο δικό της χώρο. Υλικά αδρά, ψυχρά και σκληρά όπως το μάρμαρο, το επεξεργασμένο μπετόν και το ανοξείδωτο ατσάλι συνυπάρχουν με υλικά που σκιαγραφούν την ανθρώπινη υπόσταση, όπως το ξύλο και οι θερμές γήινες αποχρώσεις.
“Πρόσθετα, θέλησε συνειρμικά να συνδέσει τον επισκέπτη με το μπλε της θάλασσας και του αττικού ουρανού, χρησιμοποιώντας το ως στοιχείο σύνθεσης με στόχο να αιχμαλωτίσει το βλέμμα του χρήστη και να συμπληρώνει αρμονικά τη χωρική αφήγηση”.
Η απαίτηση για την εξυπηρέτηση διαφορετικών αναγκών ταυτόχρονα, όπως εστίαση, καφές και προετοιμασία μικρών γευμάτων, καθώς και η έκθεση των φρέσκων προϊόντων προς πώληση, καθόρισαν ένα λειτουργικό layout, που εξυπηρετεί ανεμπόδιστα και αποτελεσματικά το προσωπικό και τους πελάτες.
Αρχικά ο χρήστης προσεγγίζει σταδιακά το κατάστημα μέσω της στοάς. Καθώς εισέρχεται στο κατάστημα, ο πελάτης έχει ανεμπόδιστη επιλογή να κατευθυνθεί στις τρεις επί μέρους χρήσεις: στα αριστερά βρίσκεται η βιτρίνα των προϊόντων προς κατανάλωση, στο βάθος η διάθεση του καφέ και δεξιά η ανοιχτή σύγχρονη κουζίνα και ο πάγκος από ατσάλι στον οποίο μπορεί να απολαύσει κάποιο ρόφημα.
Καθώς εξέρχεται από το κατάστημα μπορεί να επιλέξει να καθίσει στο καθιστικό χώρο της στοάς, για τον οποίο σχεδιάστηκαν και κατασκευάστηκαν τρεις τύποι καθιστικών: το μεγάλο κεντρικό τραπέζι με τα χαμηλά καθίσματα, ο πάγκος – μπαρ με τα ψηλά καθίσματα και το χαμηλό γραμμικό παγκάκι. Ο χώρος αυτός λειτουργεί ως ένας ενδιάμεσος προστατευτικός χώρος ανάπαυλας και παρατήρησης, όπου μπορεί κάποιος να απολαύσει το γεύμα του νιώθοντας κομμάτι της κίνησης της πόλης ενώ παράλληλα παρατηρεί τις διεργασίες που εκτυλίσσονται στην ανοιχτή κουζίνα.
Όσον αφορά την υλικότητα στο εσωτερικό του χώρου για το δάπεδο επιλέχτηκε μάρμαρο Διονύσου σε μοτίβο ψαροκόκαλου ως αναφορά τόσο στο γειτνιάζον κυρίαρχο μνημείο όσο και στις νεοκλασικές κατοικίες. Συνειδητά, η αρχιτεκτονική ομάδα θέλησε να μην διαφοροποιηθεί έντονα από τις μαρμάρινες πλάκες της στοάςκαι του πεζοδρόμου ώστε να επιτύχει την ομαλή ροή του πελάτη στο κατάστημα. Το υλικό του μαρμάρου αναδιπλώνεται στον τοίχο και λειτουργεί ως υπόβαθρο για τις βιτρίνες.
Η βιτρίνα και ο χώρος διάθεσης του καφέ κατασκευάστηκαν από ξύλο δρυς, ένα ζεστό υλικό που συμβολίζει τη φιλοξενία και την εγγύτητα, συνδυαστικά με πάγκους από μάρμαρο Διονύσου. Το μπαρ και η ανοιχτή κουζίνα κατασκευάστηκαν εξ’ ολοκλήρου από ανοξείδωτο ατσάλι, ένα υλικό που πληροί τις απαιτητικές υγειονομικές συνθήκες αλλά ταυτόχρονα είναι ένα υλικό σύγχρονο. Παράλληλα η οροφή της κουζίνας, τα δυο υποστυλώματα εντός της κουζίνας και η επιφάνεια του μπαρ επενδύθηκαν με δρύινο καπλαμά για να λειτουργήσουν αντιστικτικά στη ψυχρότητα του ανοξείδωτου ατσαλιού.
Ως φόντο για τη χρήση του καφέ και της ανοιχτής κουζίνας δημιουργήθηκαν 2 πετάσματα από συμπαγή βάση με διάτρητα κλωστρά από ελαφρομπετόν στο άνω μέρος. Το στοιχείο του κλωστρά επιλέχθηκε για την ιστορική του σύνδεση με την αστικότητα της πόλης αλλά και για την ιδιότητα της διαπερατότητάς του. Χαρακτηριστικό όπου μέσω της διάχυσης του φωτός δημιουργεί μια σειρά από ενδιαφέρουσες σκιές. Η εσωτερική γωνία, αντιδιαμετρικά της εισόδου, του καταστήματος χρωματίστηκε σε μπλε τόνο ενώ οι υπόλοιπες κάθετες επιφάνειες χρωματίστηκαν σε απόχρωση μπεζ.
Η πρόσοψη του καταστήματος έχει ως κύρια υλικά το ξύλο και το γυαλί ώστε να προσελκύει το βλέμμα προς το εσωτερικό και να αφήνει το φυσικό φως να μπαίνει ανεμπόδιστο. Αυτή την αλληλεπίδραση, θέλησε η σχεδιαστική ομάδα να τονίσει μέσα από τη διαφάνεια της όψης και την επιλογή θερμών υλικών και αποχρώσεων. Τα εξωτερικά έπιπλα ακολουθούν την παλέτα των υλικών του εσωτερικού χώρου. Η βάση του κεντρικού τραπεζιού και του καθιστικού πάγκου είναι από ελαφρομπετόν ενώ η επιφάνειά τους από μασίφ ξύλο. Για τις καρέκλες χρησιμοποιήθηκε μαύρο ματ μέταλλο και μπλε δερματίνη.
English description: The study by Ioulia Lazou and Maria Selkou, focused on designing a new branch of a coffee chain that incorporates a new function: a bar and an open kitchen. The space was created by combining two ground-floor stores, in a gallery located on the Dionysiou Areopagitou pe¬destrian street near the Acropolis.
The design team’s inspiration for the design proposal was Athens itself, seen as a hospitable palimpsest city. Athens is a palimpsest, a historical mosaic of centuries, where ancient monuments coexist with neoclassical houses, post-war apartment buildings, and modern constructions, weaving a sophisticated urban fabric. In Athens, the human scale is not lost; rather, it is accentuated by the warmth and familiarity found in the city’s dining and recreation spaces.
They borrowed materials and patterns from the city’s palimpsest and transcribed them into their space. Raw, cool, and rigid materials like marble, treated concrete, and stainless steel coexist with materials that outline the human essence, such as wood and warm earth tones.
“Additionally, the design team sought to create an associative link for the visitor with the blue of the sea and the Attic sky, using it as a compositional element aimed at capturing the user’s gaze and harmoniously complementing their spatial narrative”.
The requirement to simultaneously serve different needs, such as dining, coffee, and the preparation of small meals, along with displaying fresh products for sale, led them to define a functional layout that allows the staff and customers to move freely and efficiently.
Initially, the customer gradually approaches the store through the arcade. Upon entering, they have unobstructed options to access three different areas: on the left is the display of products available for consumption, at the back is the coffee service area, and on the right is the open modern kitchen with a steel counter where they can enjoy a beverage.
As they exit the store, they may choose to sit in the seating area of the arcade, where three types of seating arrangements were designed and built: the large central table with low seating, the bar counter with high stools and the low linear bench. This area serves as an intermediate, sheltered space for relaxation and observation, where one can enjoy their meal while feeling part of the city’s movement and simultaneously observing the activities unfolding in the open kitchen.
Regarding the interior materiality, Dionysos marble was chosen for the flooring in a herringbone pattern, referencing both the neighboring iconic monument and neoclassical residences. The design team consciously chose not to diverge significantly from the marble tilesof the arcade and the pedestrian walkway, to create a smooth flow for customers entering the store. The marble material extends up the wall, serving as a backdrop for the display cases. The display case and the coffee service area were crafted from oak wood, a warm material that, to them, symbolizes hospitality and closeness, complemented by Dionysos marble countertops. The bar and open kitchen were constructed entirely of stainless steel, a material that meets strict hygiene requirements while also being modern.
Additionally, the kitchen ceiling, two columns within the kitchen, and the bar counter were clad in oak veneer to counterbalance the coolness of the stainless steel. As a backdrop for the coffee service area and the open kitchen, two partitions were created with a solid base and perforated lightweight concrete blocks at the upper part. This element was chosen for its historical association with the city’s urban landscape and its permeability, allowing light to diffuse and create a series of interesting shadows. The inner corner, opposite the store entrance, was painted in a blue tone, while the remaining vertical surfaces were painted in a beige shade.
The storefront features wood and glass as primary materials to draw attention to the interior and allow natural light to flow in unobstructed. This interaction was emphasized through the transparency of the facade and the selection of warm materials and tones. The outdoor furniture follows the interior’s material palette, with the base of the central table and seating bench made of lightweight concrete, while their surfaces are solid wood. The chairs were made of matte black metal and blue leather.