Στην Παραλία Βρυσούδια το χαρακτηριστικό του τοπίου είναι ο «Βράχος – Όριο» που περιβάλλει και διαμορφώνει μια παραλία μικρής κλίμακας. Ο «Βράχος – Όριο» αποτελεί σημαντικό γεωμορφολογικό στοιχείο της πόλης αφού την διατρέχει κατά μήκος (ανατολή / δύση) και ορίζει διαφορετικά επίπεδα περιοχών κατοίκησης. (Μούτταλος/ Γεροσκήπου/ Παραλιακό μέτωπο).
Η κεντρική ιδέα της πρότασης βασίζεται στη δημιουργία ενός κτηρίου- αντικειμένου που να συνομιλεί με την έντονη φυσική παρουσία του «Βράχου» – Ορίου – παραλίας και πόλης.
Δύο οριζόντια επίπεδα στον χώρο – αυστηρά σε γεωμετρία – έρχονται να συνομιλήσουν με την ελεύθερη και φυσική κορυφογραμμή του Βράχου διακόπτοντας την σημειακά. Κάθετα τοιχία στην τέμνουν τον Βράχο δημιουργώντας μια ανάγλυφη χειρονομία κίνησης από πάνω προς τα κάτω.
Με την διαχείριση κατακόρυφων και οριζόντιων αρχιτεκτονικών στοιχείων και τη χρήση διαφάνειας δημιουργείται μια χωρική ενότητα χωρίς όγκο – χωρίς την αίσθηση της στερεής μάζας πλήρους στον χώρο. Δίνεται έτσι η εντύπωση μιας πιο ανάλαφρης χωρικής μορφής – κομψής και «έξυπνης».
Το κτήριο ορίζεται από μια πλατφόρμα υπαίθριου χώρου στο επίπεδο της πόλης (Roof Garden) και άλλη μια σε ύψος ενός ορόφου χαμηλότερα και σε υπερύψωση από το επίπεδο της παραλίας (Kλειστός χώρος εστιατορίου). Συμπληρωματικά μια τρίτη πλατφόρμα κοντά στην άμμο είναι σε άμεση σχέση με την περιοχή των λουόμενων.
Το κτήριο τοποθετείται σε ελαφριά κλίση σε σχέση με τον βράχο έτσι ώστε να προσανατολίζεται κατ’ άξονα κατά το μήκος με την θέα προς το Αρχαίο Κάστρο της Κ. Πάφου. Στο κενό μεταξύ Βράχου και κτηρίου δημιουργείται μια διαδρομή κίνησης στον άξονα ανατολής/ δύσης παράλληλα με το κτήριο που φέρνει τον επισκέπτη του πεζοδρόμου κατ’ ευθείαν στην στάθμη του εστιατορίου και σε συνέχεια στην παραλία. Την καθαρότητα της κίνησης αυτής έρχεται να τονίσει ένας κατακόρυφος πέτρινος τοίχος από την μία άκρη στην άλλη ο οποίος δημιουργεί ένα σκληρό όριο ανάμεσα στο κτήριο και την Πόλη.
Η χρήση των οριζόντιων επιπέδων και η πλήρωση των τοίχων (κατακόρυφων επιπέδων) με διαφάνειες και ελαφριά στοιχεία σκίασης συστήνουν ένα χωρικό σχήμα διακριτικό σε όγκο παρά το μέγεθός του. Ο κλειστός χώρος εστίασης του ισογείου (επίπεδο παραλίας σε υπερύψωση) περιβάλλεται από τζάμι στις δύο μεριές το οποίο μπορεί να ανοίγει προς τη δύση σε όλο το μήκος της όψης ενοποιώντας το μέσα με το έξω. Στη νότια και δυτική μεριά έχουν τοποθετηθεί κινητά σκίαστρα εξωτερικά για προστασία από τον ήλιο.
Η πρόταση έχει τον χαρακτήρα μιας ήπιας επέμβασης που δεν μιμείται την φύση – είναι με αυτή την έννοια μια διακριτή μορφή στη συνέχεια του παραλιακού ορίου του βράχου αλλά ταυτόχρονα αποτελεί μια κατασκευή – κόσμημα – που εντάσσεται ως ομιλούσα αρχιτεκτονική στο τοπίο.