Το έργο θέτει ερωτήματα σε σχέση με τα όρια και τη διαπερατότητα τους σε αστικό επίπεδο. Ιδιαίτερα εστιάζεται στην εισήγηση ρευστής συνέργειας μεταξύ του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και στη ροϊκότητα των εναλλαγών κατά τη διάρκεια της μέρας, της εποχής, του καιρού και των αναγκών.
Συγκεκριμένα αποτελεί ανάπτυξη ανισόπεδου οικοπέδου που βρίσκεται ανάμεσα του κύριου εμπορικού άξονα Στροβόλου και του γραμμικού πάρκου του ποταμού Πεδιαίου.
Σε αντιδιαστολή της αποκοπής της σχέσης της πόλης με τον σημαντικότερο πράσινου πνεύμονα της ως αποτέλεσμα της εμπορικής ανάπτυξης με τους μεγάλους εκθεσιακούς χώρους στα ισόγεια, το κτίριο ανυψώνεται έξι μέτρα επανασυνδέοντας την πόλη με τον ποταμό.
Το ημιυπόγειο επίπεδο φιλοξενεί βοηθητικούς και μηχανολογικούς χώρους, ενώ στο ισόγειο οργανώνονται οι χώροι στάθμευσης όπως και περιοδικές εκδηλώσεις.
Ο χώρος εισόδου «χορογραφεί» τις κινήσεις και τις σχέσεις του επισκέπτη στα γειτονικά επίπεδα. Η κιναισθητική εμπειρία του τον φέρνει σε άμεση επαφή με την πόλη και τη φύση.
Η κατακόρυφη διακίνηση εμποτίζεται με τη θεματική του πάρκου: εναλλαγή σκαλιών με πλατφόρμες και ράμπα, που ενεργοποιούν άτυπες συναντήσεις και επαφές με το κτιστό και φυσικό περιβάλλον συνδέουν το ισόγειο με το επίπεδο του ποταμού και εισχωρούν στην «κοιλιά» του κτιρίου.
Παιδότοπος καταλαμβάνει ακόμα μια εισήγηση αυλής στην καρδιά του κτιρίου. Εσωτερικές και εξωτερικές σκάλες υφαίνουν τους χώρους, πρωταγωνιστώντας ταυτόχρονα στην όψη προς την πόλη.
Ο εσωτερικός χωρικός πλούτος με παιγνίδι διαφορετικών κενών και υψών, η ανάγκη ανύψωσης του κτιρίου και κρέμασης σκάλας και πλατφόρμων, προβολικής επέκτασης περιμετρικά και απελευθέρωσης του ισογείου οδήγησαν στη σύμμεικτη στατική επίλυση.