Το πρώτο βραβείο στον Φοιτητικό Αρχιτεκτονικό Διαγωνισμό Ιδεών με τίτλο «Κομβικές Θέσεις» του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, κέρδισε η φοιτήτρια του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ, Σωτηρία Κίτσου, με αντικείμενο την αναδιαμόρφωση δημόσιου χώρου στον Βόλο.
Στην ταινία Lost Highway, ο Fred, σε μια απελπισμένη όσο και μάταιη προσπάθεια, να διακόψει τη ροή της αβάσταχτης πραγματικότητας, συνθέτει ένα παράλληλο σύμπαν από παραληματικές φαντασιώσεις. Η διαδικασία της δικής του αποπλάνησης, βέβαια, λήγει άδοξα όταν αντιλαμβάνεται ότι η κατάκτηση του «μυστικού» είναι αδύνατη, ακόμα και στο όνειρο που ο ίδιος έχει πλάσει και η αυτοκαταστροφή γίνεται μονόδρομος.
Δύο κυκλοφοριακοί κόμβοι δεν είναι ικανοί να διακόψουν τη ροή, αλλά μπορούν να προσφέρουν μια ανακουφιστική παύση. Ως ενδιάμεσοι χωροχρόνοι μιας αρχής κι ενός τέλους, είναι ιδανικοί υποδοχείς λειτουργιών που χαρακτηρίζονται από έλλειψη σκοπιμότητας, όπου το (εντροπικό) τέλος περνά προσωρινά στη λήθη.
Η αναβολή του τέλους που εξασφαλίζει μια παύση, δεν συνεπάγεται στασιμότητα, αλλά περισσότερο αποτελεί μια ευκαιρία για μια μποντριγιαρική αποπλάνηση, ένα χάσιμο του εαυτού σ’ένα ανεξέλεγκτο ταξίδι ή απλά ένα ανέμελο παιχνίδι.
Έτσι, οι δυο κόμβοι, ενσαρκώνοντας τα ιδεώδη μιας παράδοξης παύσης, προτείνεται να φιλοξενήσουν συγκεκριμένες λειτουργίες: μικρά καθιστικά και εκθεσιακοί χώροι συμπληρώνουν την κυρίαρχη λειτουργία των ιδιωτικών αιθουσών προβολής (κινηματογραφικών ταινιών).
Η βίαιη διακοπή της καθημερινής ροής οπτικοποιείται στις άδειες πλατείες, που μοιάζουν σαν να έχουν ξεπηδήσει απ’τους πίνακες του Βολιώτη Giorgio De Chirico.
Το μυστήριο, η αίσθηση του παράλογου, της μοναξιάς και του κενού, γίνονται τα υλικά που θα συνθέσουν την «αύρα» των δυο κόμβων, που παίρνουν τον ρόλο της χωρικής ανάμνησης μιας δυστοπικής συνθήκης, αφού ήδη αυτή θα έχει γίνει παρελθόν. Μέσα σ’ένα πυκνό δίκτυο ροών, έτσι, οι κόμβοι μετατρέπονται σε δυο χωμάτινες κυκλικές μάζες που μοιάζουν να βρέθηκαν τυχαία εκεί.
Η «παράδοξη αιώρηση των χώρων αυτών ανάμεσα στις έννοιες του κόμβου, ως σημείο όπου συγκλίνουν πολλαπλές ροές και της νησίδας, ως μιας απροσπέλαστης περιοχής για τους πεζούς», όχι μόνο δεν παύει να υφίσταται, αλλά ενισχύεται με κατάλληλες αρχιτεκτονικές χειρονομίες.
Κάτω ωστόσο απ’τα προκλητικά αστικά κενά, το παράλληλο δίκτυο λειτουργιών που αναπτύσσεται προσκαλεί τον περιπατητή σε μια εμπειρία αποπλάνησης. Οι συμπαγείς τοίχοι κρατούν απομονωμένες τις μικρές παρέες που επισκέπτονται κάθε κόμβο.
Αντίθετα, οι αίθουσες προβολής, με τη βοήθεια της τεχνολογίας, «ενώνουν» τους δυο κόμβους και τυχαίες ομάδες ατόμων έχουν τη δυνατότητα αλληλεπίδρασης μέσω βιντεοκλήσης: απλή συζήτηση, αυτόματη γραφή / ζωγραφική ή άλλα σουρεαλιστικά παιχνίδια. Το παιχνίδι των αποστάσεων θυμίζει την τελευταία πανδημία, ενώ ταυτόχρονα η δυνατότητα της απομόνωσης που ενθαρρύνεται σε κάθε κόμβο, ενισχύει τη διαδικασία της μοναχικής αποπλάνησης.
Αντίστροφα, ο εξωτερικός κόσμος λειτουργεί κανονικά «αγνοώντας» την ύπαρξη των δύο νησίδων. Καθώς η πρόσβαση σ’έναν κόμβο δεν είναι ούτε εύκολη, ούτε αυτονόητη, χρειάζεται μία δυνατή αρχιτεκτονική χειρονομία ώστε να προσελκύσει τον περιπατητή.
Απ’τη φύση του, ένας κόμβος θέτει σημαντικούς περιορισμούς: η εξασφάλιση της ορατότητας μεταξύ των διερχόμενων οχημάτων αποκλείει μεγάλες κατασκευές στο επίπεδο του εδάφους, η χωροθέτησή του στο σημείο σύγκλισης των οδικών αξόνων αποκλείει δραματικές βυθίσεις του εδάφους για λόγους ασφάλειας. Ο περιορισμός της εσωστρέφειας που έχει τεθεί σεναριακά, αποκλείει πύργους και αιωρούμενες κατασκευές. Άρα επιλέγεται η λύση του βυθισμένου στο έδαφος κτίσματος, προστατευμένου απ’τη βουή του δρόμου.
Εξωτερικά βλέπει κανείς δυο άδειες, ελαφρά υπερυψωμένες κυκλικές εκτάσεις, που καλύπτονται με χώμα και χαμηλή φύτευση και είναι απροσπέλαστες (εκτός κι αν κάποιος σκαρφαλώσει). Σε διάφορα σημεία έχουν διαμορφωθεί τρύπες – φωταγωγοί που μοιάζουν με περίεργα πρίσματα τυχαία τοποθετημένα, παραπέμποντας στις ζωγραφικές μορφές του De Chirico.
Απ’το επίπεδο του δρόμου, τα μόνα εμφανή σημάδια ότι κάτι κρύβεται κάτω απ’το έδαφος, είναι οι 3 είσοδοι και η ράμπα που οδηγεί σ’ένα αναβατόριο για ΑΜΕΑ. Οι είσοδοι – τρύπες έχουν διαμορφωθεί στην ευθεία των οδικών αξόνων και έτσι οι οδηγοί των οχημάτων που διέρχονται και οι πεζοί αντίστοιχα, έχουν άμεση θέαση προς αυτές.
Η αρχιτεκτονική χειρονομία που προσκαλεί τον περιπατητή στον κόμβο είναι μεν διακριτική, σχεδόν αδιάφορη για κάποιον που κινείται βιαστικά, αλλά αρκετά δυνατή, λόγω της αινιγματικότητάς της, για κάποιον που αντιστέκεται στην ορμητικότητα της ροής και δεν έχει ξεχάσει να παρατηρεί γύρω του ή για κάποιον που γνωρίζει πλέον το «μυστικό».
Κατεβαίνοντας κανείς τις σκάλες ύψους 1,80 m, θα βρεθεί σ’ένα χαοτικό δίκτυο στενών διαδρόμων: ανοίγματα εκατέρωθεν οδηγούν σε μικρά καθιστικά – φωλιές που έχουν οπτική επαφή μόνο με τον ουρανό. Μικροί χώροι εκθέσεων έργων σουρεαλισμού λειτουργούν ως προθάλαμοι του κάθε καθιστικού.
Οι τρεις βασικοί διάδρομοι συναντούνται στον κεντρικό χώρο έκθεσης φωτογραφικού υλικού απ΄την τελευταία πανδημία: έρημες πόλεις, άδειες πλατείες, φωτισμένα παράθυρα, φοβισμένοι μασκοφόροι. Σε κάθε κόμβο διαμορφώνονται τρεις ιδιωτικές αίθουσες προβολής που διαθέτουν ίντερνετ.
Αφού κανείς αφήσει την τέχνη του κινηματογράφου να τον αποπλανήσει, επανέρχεται στην πραγματικότητα βλέποντας αρχικά τα άστρα του νυχτερινού ουρανού και στη συνέχεια ερχόμενος αντιμέτωπος με τους προβολείς ενός αυτοκινήτου που επιβραδύνει ώστε να εισέλθει στον κόμβο και να συνεχίσει την πορεία του προς το (εντροπικό) τέλος.
Η εξέλιξη στον χρόνο που μπορεί να έχει ένας υπόγειος – κρυμμένος χώρος στο κέντρο ενός δικτύου ροών δεν αποκλείεται να πάρει μια δυσάρεστη τροπή και ο κίνδυνος της πιθανής ερήμωσης / γκετοποίησης του είναι σημαντικός.
Ωστόσο, η καλή συντήρηση, η τακτική καθαριότητατου χώρου και η διάδοση της ύπαρξής του σε φανατικούς σινεφίλ, μπορεί να τον προστατέψει από τέτοιου είδους προβλήματα. Σε κάθε περίπτωση, η δύναμη της αρχιτεκτονικής έχει όρια και κάθε συνθετική επιλογή θέτει ρίσκα που μόνο ο χρόνος δείχνει αν άξιζε να παρθούν.