Η παρούσα διπλωματική εργασία, που εκπονήθηκε από τον Κωνσταντίνο Γουρνά και την Παναγιώτα Μούσα, εξετάζει προβληματικές και προτείνει λύσεις που εμπίπτουν στην ευρύτερη θεματική του αστικού σχεδιασμού, επιλέγοντας ως πεδίο έρευνας την πόλη της Καλαμάτας. Η πρόταση που την συνοδεύει περιλαμβάνει εστιασμένες παρεμβάσεις που εντάσσονται σε μια τριμερή, αλλά ενιαία λογική ανασχεδιασμού, η οποία καλείται να επαναπροσδιορίσει το αστικό τμήμα του ποταμού Νέδοντα, που διασχίζει την πόλη στον άξονα βορρά – νότου.
Τόσο η κοίτη όσο και τα παρόχθια μέτωπα του ποταμού προσεγγίζονται ως τμήματα ενός άξονα που, εκτός από τους οραματισμούς που τον αντιμετωπίζουν αμιγώς με τρόπο υλικοτεχνικό, σχεδιάζεται ώστε να αποτελέσει τοπόσημο και μέσο συρραφής των εκατέρωθεν συνοικιών, προσφέροντας παράλληλα διαδρομές και θέες προς τα εναλλασσόμενα – ανά εποχή – υδάτινα τοπία του.
Σημαντική πληροφορία αποτελεί το γεγονός ότι ο Νέδοντας χαρακτηρίζεται, περισσότερο στοχευμένα, χείμαρρος και όχι ποτάμι. Κι αυτό γιατί η ροή του δεν είναι σταθερή, καθώς υπάρχουν μέρες του χρόνου που δεν φέρει νερό, ενώ άλλες, κυρίως σε περιόδους έντονων βροχοπτώσεων, οριακά υπερχειλίζει. Το φαινόμενο της απότομης μεταβολής του όγκου του νερού που καταλήγει στον αγωγό, σε συνδυασμό με τις μικρές διατομές του και τον μερικό εγκιβωτισμό ή μπάζωμα των πλευρικών ρεμάτων έχει ήδη δημιουργήσει καταστροφές στην πόλη, επιδεινώνοντας τον πλημμυρικό κίνδυνο.
Παρατηρείται, λοιπόν, ότι οι ζώνες έντονης επικινδυνότητας εντοπίζονται κυρίως στα κατάντη, με το νερό να καταλαμβάνει μεγάλο τμήμα του υφιστάμενου κτισμένου περιβάλλοντος, γεγονός που σημαίνει ότι το νότιο τμήμα του χειμάρρου χρειάζεται σημαντικές διαπλατύνσεις και εκβαθύνσεις, ώστε να μπορέσει να συμβάλλει στον περιορισμό του κινδύνου που απειλεί τις αντίστοιχες περιοχές. Η παρούσα συνθήκη δημιουργεί, βέβαια, και μια σχεδιαστική πρόκληση, καθώς οποιαδήποτε παρέμβαση στα μέτωπα ή στην κοίτη του ανοιχτού αγωγού οφείλει να έχει προβλεφθεί με τρόπο τέτοιο, ώστε να χρησιμοποιείται τόσο στην περίπτωση που υπάρχει υδάτινος όγκος, όσο και στην περίπτωση που ο χείμαρρος στερεύει.
Παράλληλα, λοιπόν, με την προσπάθεια αντιμετώπισης, ως ένα βαθμό, υπαρκτών τεχνικών προβλημάτων, που σχετίζονται κυρίως με τον πλημμυρικό κίνδυνο που εγκυμονούν οι στενές διατομές του υδάτινου ανοιχτού αγωγού και σε συνδυασμό με την ανάγνωση του ευρύτερου παραποτάμιου τοπίου και των συσχετίσεων που δημιουργεί με τον αστικό ιστό, η έρευνα ξεκινά με τον εντοπισμό σημείων, τα οποία ονομάζονται κόμβους αναβίωσης της μνήμης, που αναδεικνύουν το σημαντικό ρόλο του ποταμού στο παρελθόν της πόλης, σε αντίθεση με τη σημερινή εποχή, που δεν αποτελεί παρά έναν τσιμεντωμένο αγωγό.
“Σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάλυσης των συσχετισμών των σημείων – κόμβων που εντοπίστηκαν προηγουμένως με το παρελθόν και το παρόν της πόλης, αναζητούνται ευρύτερα αλληλένδετα αστικά συμπλέγματα. Ο εντοπισμός τους βοηθά τους δημιουργούς να επιτύχουν τον προσανατολισμό της ζωής της πόλης προς το ποτάμι, ενεργοποιώντας εκ νέου τη δυναμική του, με τρόπο που να λειτουργεί συμπληρωματικά με τις υφιστάμενες αστικές λειτουργίες, χωρίς να τις ακυρώνει ή να τις μεταφέρει σε άλλα σημεία της πόλης”.
Οι 7 υπο-περιοχέςκαι τα 7 κτίρια ενδιαφέροντος, θα αποτελέσουν τμήματα ενός αρθρωτού σχεδιαστικού συνόλου , που διακρίνει τρεις ευρύτερες ενότητες κατά μήκος του υδάτινου άξονα· την αγορά, το μέσον και τον κήπο. Το ένα από τα επτά κτίρια, αυτό της Λαϊκής Αγοράς, θα ανασχεδιαστεί εσωτερικά, ώστε να μπορέσει να υποστηρίξει την προσπάθεια για στροφή της κίνησης προς την πλευρά του ποταμού, ενώ τα υπόλοιπα θα λειτουργήσουν ως πόλοι του προϋπάρχοντος παραποτάμιου περιβάλλοντος, το οποίο θα υποδείξει άλλωστε και την αντίστοιχη παρέμβαση.
Στο τμήμα της αγοράς, το οποίο ορίζεται από το ύψος του κτιρίου της λαϊκής αγοράς μέχρι και το εγκάρσιο πάρκο του Σιδηροδρομικού Σταθμού και εμπεριέχει τις υπο-περιοχές Π1, Π2, Π3 και Π4, επιχειρείται η δομή ενός δικτύου παραποτάμιων πλατειών και πεζοδρόμων που ενεργοποιούν τη σύνδεση μεταξύ των δύο επιμέρους εμπορικών κέντρων, του τοπικού και του υπερτοπικού, μέσω της παράλληλης ενίσχυσης του βιώματος δημόσιων χώρων, με ενεργό το στοιχείο του νερού.
Η σκληρότητα των υλικών που θα χρησιμοποιηθούν στην αγορά (πλακοστρώσεις, δαπεδοστρώσεις πλατειών, πεζοδρομήσεις, υλικά αστικού εξοπλισμού) θα αποδομείται σταδιακά καθώς προσεγγίζουμε το νότο, τον κήπο, όπου θα εισάγονται με αντίστοιχο τρόπο η έντονη φύτευση και μια σχεδιαστική ροϊκότητα, που θα αντιτίθεται στις πιο αυστηρές χαράξεις της αγοράς, συνοδεύοντας το νερό στην εκ νέου διάχυσή του στη φύση, στη θάλασσα. Ο κήπος εμπεριέχει τις υπο-περιοχές Π6 και Π7.
Η υπο-περιοχή Π5, που εντοπίζεται ενδιάμεσα από την αγορά και τον κήπο, θα αποτελέσει την ενότητα του μέσου· είναι αυτή που ουσιαστικά καλείται να λειτουργήσει ως ενοποιητικό στοιχείο των συνθηκών που θα επικρατήσουν στην αγορά και στον κήπο, επιτυγχάνοντας τη μετάβαση, από το σκληρό στο μαλακό, από το αυστηρό στο ροϊκό, από το ανθρωπογενές στο φυσικό. Πρόκειται για μια σχεδιαστική διαδρομή που έρχεται να προσομοιώσει, σε μικρότερη βέβαια κλίμακα, την συνολική πορεία του χειμάρρου, από την πηγή στην εκβολή, μιμούμενη τον τρόπο με τον οποίο η φυσιογνωμία της φύσης αντικαθίσταται από αυτή του άστεως.