H παρούσα διπλωματική εργασία πραγματοποιήθηκε από τον Αναστάσιο Μπαλατσούκα και τον Δήμο Παπαδημάκη, με επιβλέποντες καθηγητές τον Δημήτρη Πολυχρονόπουλο, την Μαρία Γρηγοριάδου και τον Δημήτρη Γιουζέπα του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Δ.Π.Θ. Η πρόταση αφορά στην δημιουργία ενός Κέντρου Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης στη λίμνη Πλαστήρα, όπου ο επισκέπτης θα έχει τη δυνατότητα να γνωρίσει τα πλούσια οικοσυστήματα της περιοχής, να ενημερωθεί για τη σπουδαιότητα τους και να εκπαιδευτεί για τον τρόπο προστασίας τους.
Η Λίμνη Πλαστήρα ή αλλιώς τεχνητή λίμνη Ταυρωπού είναι λίμνη που βρίσκεται στον νομό Καρδίτσας και αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες τεχνητές λίμνες της χώρας μας. Βρίσκεται 25 χλμ. περίπου δυτικά της Καρδίτσας, σε υψόμετρο περίπου 800 μέτρων. Απέχει 325χλμ. από την Αθήνα και 250χλμ. από τη Θεσσαλονίκη, χαρακτηρίζοντας τη, έναν από τους πλέον εύκολα προσβάσιμους και δημοφιλείς προορισμούς στην Ελλάδα.
Στην περιοχή της σημερινής λίμνης η οποία ονομαζόταν «Νεβρόπολη», το 1928 ο Στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας συνέλαβε την ιδέα για την κατασκευή ενός φράγματος που θα έδινε λύση στο πρόβλημα της άρδευσης του θεσσαλικού κάμπου, της ύδρευσης της Καρδίτσας και άλλων κοινοτήτων, αλλά και την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, με την εκμετάλλευση της δύναμης του νερού.
“Στις αρχές τις δεκαετίας του ΄50 άρχισε η υλοποίηση της ιδέας, με την κατασκευή ενός φράγματος στην περιοχή «Κακαβάκια», το οποίο και ολοκληρώθηκε το 1960”.
Ακολουθώντας την περιμετρική διαδρομή, συναντάμε την παραλίμνια και μια από τις κεντρικότερες περιοχές, της ευρύτερης περιοχής της λίμνης και περιοχή μελέτης «Πλαζ Πεζούλας», η οποία βρίσκεται κοντά στο χωρίο Καλύβια Πεζούλας καθώς και το Μορφοβούνι, το οποίο διαθέτει και το μουσείο Πλαστήρα αφιερωμένο στο έργο και την ζωή του Νικόλαου Πλαστήρα, αλλά και το Νεοχώρι, τα οποία είναι πλέον ανεπτυγμένα τουριστικά και διαθέτουν υποδομές για υπαίθριες ή μη δραστηριότητες.
“Σε κοντινή απόσταση από το Νεοχώρι βρίσκεται ο Βοτανικός Κήπος”.
Πρόκειται για περιοχή 10 στρεμμάτων που φιλοξενεί μεγάλο μέρος της χλωρίδας της ευρύτερης περιοχής καθώς και ενδιαφέροντα είδη της τοπικής πανίδας. Η περιοχή διακρίνεται και από ποικίλες επιλογές δραστηριοτήτων, οι οποίες θα αναφερθούν αναλυτικά παρακάτω.
“Στα χωριά που βρίσκονται στην περιοχή της λίμνης δεν λείπει το στοιχείο της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής”.
Στο σύνολο της, γίνεται αντιληπτή, στην κατασκευή των οικισμών και των κτιρίων, η αξιοποίηση και η ενσωμάτωση του φυσικού περιβάλλοντος – η μορφολογία του εδάφους, οι κλιματικές συνθήκες, ο προσανατολισμός, η βλάστηση, κ.α.
Η αξιοποίηση των στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος κατά τον παραδοσιακό σχεδιασμό προέκυψε ως επίλυση των αντίστοιχων αναγκών, λόγω της έλλειψης των σημερινών μέσων τεχνολογίας, ενώ ταυτόχρονα φανερώνει τη βαθιά γνώση των περιορισμών και των δυνατοτήτων του φυσικού περιβάλλοντος – αποτέλεσμα της μακρόχρονης συμβίωσης των τοπικών κοινωνιών με τη φύση.
Η μορφολογία της περιοχής, όπως οι χαράδρες, το νερό και τα φαράγγια με την ποικίλη παρόχθια βλάστηση, δημιούργησε αξιόλογα καταφύγια και βιότοπους που φιλοξενούν μία εξαιρετικά πλούσια άγρια πανίδα. Το γεγονός αυτό δικαιολογεί την ύπαρξη πολλών ειδών ασπόνδυλων και σπονδυλωτών, μεγάλο αριθμό τρωκτικών, ερπετών, πουλιών και άλλων. Ιδιαίτερα σημαντική ανάπτυξη έχουν τα υδρόβια είδη. Κορέγονος, γλήνι, λαβράκι, άγρια και αμερικανική πέστροφα είναι κάποια από τα κύρια είδη που συναντούμε στη λίμνη.
“Η ευρύτερη περιοχή γύρω από την λίμνη καλύπτεται από πυκνή βλάστηση”.
Στα είδη που συναντάμε κυριαρχεί η ελάτη (Abies borissi regis), η πλατύφυλλη δρυς (Quercus frainetto) αλλά και 5 είδη σφενδάμου. Βέβαια δεν λείπει και η ποώδη βλάστηση της περιοχής όπως η ρίγανη, το θυμάρι και το τσάι του βουνού. Αξιοσημείωτη ύπαρξη του μοναδικού (παγκοσμίως) φυτού Centaureamessenicolasiana, το οποίο εντοπίζεται κοντά στο χωριό Μεσενικόλας.
Ανάλογα με το υψόμετρο που διαφοροποιείται στην περιοχή, αναπτύσσεται μεγάλος αριθμός ειδών της ημιορεινής και ορεινής ζώνης, τα οποία και είναι το χαρακτηριστικό στοιχείο της περιοχής της λίμνης. Εξαιτίας του ιδιαίτερου φυσικού κάλλους της περιοχής, αλλά και λόγω της υψηλής βιοποικιλότητας, η περιοχή του υγρού στοιχείου της λίμνης εντάσσεται στο δίκτυο «Natura 2000».
Η Περιοχή χαρακτηρίζεται από το πλήθος των επιλογών σχετικά με το είδος τουρισμού που θα επιλέξει ο επισκέπτης, καθώς μπορεί να επιδοθεί, στον θρησκευτικό, παραθεριστικό, εκπαιδευτικό, στον αγροτουρισμό και συνεδριακό τουρισμό.
Επίσης μεγάλο μέρος των επισκεπτών το καλοκαίρι απολαμβάνουν και συμμετέχουν σε αθλητικές δραστηριότητες. Μια από τις σημαντικότερες αθλητικές δραστηριότητες αφορά τον Διάπλους Λίμνης Πλαστήρα.
Επίσης δεν λείπουν δραστηριότητες όπως ιππασία, τοξοβολία, ποδηλασία βουνού, ορειβασία, ψάρεμα, πεζοπορία, σκι, υδροποδήλασία και κανοε καγιάκ καθώς και κολύμβηση. Ο τουριστικός κλάδος αποτελεί αναμφισβήτητα πλέον έναν από τους μεγαλύτερους τομείς οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας για την περιοχή, γεγονός το οποίο εδραιώνεται και με την κατασκευή ολοένα και περισσότερων τουριστικών μονάδων.
Η λίμνη πλαστήρα χαρακτηρίζεται επίσης και ως ποιοτικός ορεινός προορισμός Βιωματικής Μάθησης και Εμπειρίας 4 εποχών, καθώς όλο τον χρόνο το τοπίο μεταβάλλεται και προσφέρει σε κάθε εποχή ένα μοναδικό τοπίο στον επισκέπτη. Εκτός όμως από τις αλλαγές που παρατηρούμε κάθε εποχή στα χρώματα και στην αίσθηση του μεταβαλλόμενου τοπίου, σημαντικό ρόλο παίζει η στάθμη της λίμνης.
“Μια από τις κύριες παραμέτρους της ανάπτυξης και του σχεδιασμού της σύνθεσης από τους δημιουργούς, ήταν η μεταβαλλόμενη στάθμη που παρατηρείται”.
Ο μέσος όρος της στάθμης της λίμνης ανέρχεται στα περίπου 785 μέτρα από την στάθμη της θάλασσας, με την ανώτατη στάθμη που παρατηρήθηκε, να ανέρχεται στα 792 μέτρα από την στάθμη της θάλασσας, αλλά και η κατώτατη στα 782 μέτρα.
“Παρατηρώντας την περιοχή παρέμβασης, γίνεται άμεσα αντιληπτή η σχέση της με τη λίμνη, καθώς το οικόπεδο «εισέρχεται» σαν χερσόνησος σε αυτήν”.
Κύρια χαρακτηριστικά αποτελούν η έντονη βλάστηση από υψίκορμα δέντρα, καθώς και οι μεγάλες μεταβολές της στάθμης του νερού, ανάλογα την περίοδο του έτους που μπορούν να φτάσουν και τα 6 μέτρα.
Βασικό μέλημα του σχεδιασμού από τις πρώτες κιόλας χαράξεις αποτέλεσαν οι περιμετρικές οπτικές φυγές προς τη λίμνη και η δημιουργία ενός συγκροτήματος που θα εκμεταλλεύεται κάθε δυνατή οπτική της. Ο κύκλος και η τοποθέτηση κτιριακών όγκων περιμετρικά του, αποτέλεσε τη βέλτιστη επιλογή με γνώμονα το οικόπεδο και τη σχέση του με τη λίμνη.
Η τελική πρόταση σχεδιασμού περιλαμβάνει ένα σύστημα χαράξεων, που συγκρατούν τις στάθμες της λίμνης και δημιουργούν επίπεδα, ενώ μια κεντρική χάραξη οδηγεί τον επισκέπτη από την είσοδο στην πλατεία και από εκεί στην απόληξη του συγκροτήματος, σε ένα παρατηρητήριο μέσα στη λίμνη.
Οι κτιριακοί όγκοι αποτελούνται από οργανικές δομές και αναπτύσσονται κυτταρικά και περιμετρικά της πλατείας, αξιοποιώντας τις διαφορετικές οπτικές από το Βορρά έως το Νότο. Τα κτίρια διαθέτουν ξεχωριστές εισόδους για αυτονομία, ενώ ορισμένα αποτελούν υποσύστημα του γενικού κτιριακού συστήματος.
“Η σύνθεση αποτελείται από το κτίριο της έκθεσης, το οποίο έχει άμεση σχέση με το κτίριο των εργαστηρίων και αποτελούν τους βασικούς όγκους του Κέντρου Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης”.
Ακολουθούν το κτίριο του αμφιθεάτρου, το αναψυκτήριο καθώς και οι ξενώνες για τους εποχιακούς επισκέπτες, με δωμάτια βραχείας ή μακράς διαμονής. Σημαντικό ρόλο στο διαδραματίζει το παρατηρητήριο της λίμνης.
“Συνολικά το συγκρότημα φιλοξενεί χώρους περίπου τριών χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων”.
Στην είσοδο του συγκροτήματος και απομακρυσμένο από τα κτίρια βρίσκεται ο χώρος στάθμευσης. Ακολουθώντας τις χαμηλές χαράξεις από Corten, ο επισκέπτης φτάνει στην πλατεία με το υπαίθριο καθιστικό της. Σε τρία σημεία περιμετρικά της κάτοψης συναντώνται ραμπόσκαλες και καθιστικά που με την άνοδο της λίμνης εξαφανίζονται. Στην ίδια φιλοσοφία εντάσσονται και τα παραλίμνια επίπεδα που συνεχώς μεταβάλλονται όσο αλλάζει η στάθμη του νερού.
Στην κάτοψη ισογείου, η έκθεση και τα εργαστήρια αποτελούν το βασικό τμήμα του κέντρου περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης, οι οποίοι βοηθούν στην ενημέρωση των επισκεπτών σχετικά με την ιστορία, την χλωρίδα και την πανίδα της περιοχής, αλλά και τον χώρο των εργαστηρίων, τα οποία βοηθούν στην έρευνα, την μελέτη και την κατανόηση του φυσικού περιβάλλοντος, με έναν βιωματικό τρόπο εκμάθησης από τους επισκέπτες και την συντήρηση των εκθεμάτων από τους ειδικούς.
Από την είσοδο της έκθεσης, ο επισκέπτης συναντά την υποδοχή και το πωλητήριο, που στρέφονται προς την πλατεία, ενώ στο μπροστινό τμήμα συναντάμε την περιοδική έκθεση. Ανάμεσα τους αρθρώνονται το κλιμακοστάσιο, τα WC και οι βοηθητικοί χώροι.
Στο κτίριο των εργαστηρίων, στο ισόγειο, βρίσκονται οι 2 αίθουσες διδασκαλίας, το εργαστήριο εξερεύνησης χλωρίδας, το υπολογιστικό κέντρο, οι βοηθητικοί χώροι και το WC. Στο ενδιάμεσο τμήμα, βρίσκεται ο χώρος υποδοχής των εργαστηρίων.
Το κτίριο νότια των εργαστηρίων, περιλαμβάνει ένα μικρό αμφιθέατρο και ένα φουαγιέ, το οποίο μπορεί να δεχθεί χρήσεις και ως αίθουσα πολλαπλών χρήσεων. Το αμφιθέατρο μπορεί να λειτουργεί αυτόνομα ώστε να εξυπηρετεί και τις πολιτιστικές ανάγκες της περιοχής.
“Στο βόρειο τμήμα της πλατείας υπάρχει το καφέ / εστιατόριο”.
Με ανεξάρτητη είσοδο, μπορεί να λειτουργεί ακόμα και τις μέρες και ώρες που το περιβαλλοντικό κέντροείναι κλειστό και να εξυπηρετεί επισκέπτες της περιοχής αλλά και κατοίκους των γειτονικών χωριών.Τέλος, το κτίριο των ξενώνων, σε απομόνωση από το υπόλοιπο συγκρότημα, διαθέτει τρείς τύπους δωματίων και αναπτύσσεται σε δυο ορόφους, προσφέροντας ιδιοτικότητα και θέα στη λίμνη.
Το τμήμα πανίδας με τις εκθέσεις της πανίδας και ιχθυοπανίδας της λίμνης.
Στον όροφο, ξεκινώντας από τις εκθέσεις και ανεβαίνοντας το κλιμακοστάσιο βρίσκονται οι μόνιμες εκθέσεις που περιλαμβάνουν το τμήμα χλωρίδας το τμήμα πανίδας και το τμήμα ιστορίας της λίμνης. Από τις εκθέσεις, ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να μεταβεί απευθείας στα εργαστήρια. όπου στον όροφο, βρίσκονται το εργαστήριο εξερεύνησης πανίδας με τους βοηθητικούς του χώρους και ένα πατάρι, την βιβλιοθήκη και τα γραφεία του προσωπικού.
Ως προς τη φιλοσοφία των υλικών και της κατασκευής χρησιμοποιήθηκαν υλικά που αφήνουν το ελάχιστο δυνατό αποτύπωμα στο περιβάλλον και εντάσσονται στο φυσικό τοπίο σε όλες τις εποχές του χρόνου. Πιο συγκεκριμένα, χρησιμοποιήθηκαν μεταλλικές κατασκευές, οι οποίες είναι συναρμολογούμενες και εύκολα αναστρέψιμες στην περίπτωση που κριθεί αναγκαία η απομάκρυνσή τους. Η επένδυση των όψεων επιτυγχάνεται με τη χρήση τούβλινου claustra, το οποίο φιλτράρει το φως, ενώ ταυτόχρονα το τούβλο ως γαιώδες υλικό «δένει» με το περιβάλλον του.
“Οι χαράξεις και πορείες στο έδαφος ορίζονται από χαμηλού ύψους μεταλλικά φύλλα Corten, στοιχεία που συναντώνται και περιμετρικά των δωμάτων των κτιρίων”.
Το Corten ως υλικό απορροφάται χρωματικά από τους γήινους τόνους του τοπίου και συμβάλλει στο οπτικό και σχεδιαστικό αποτέλεσμα της σύνθεσης. Όσον αφορά το έδαφος των υπαίθριων και ημιυπαίθριων χώρων του συγκροτήματος καθώς και του χώρου στάθμευσης, χρησιμοποιήθηκε μια ήπια σχεδιαστική παρέμβαση στο περιβάλλον, με τη χρήση πατημένου χώματος. Η μονολιθικότητα των υλικών σε συνδυασμό με τις οργανικές μορφές των κτιρίων και τα φυτεμένα δώματα, δημιουργούν την αίσθηση της «ανάδυσης» από το έδαφος.