Το ακίνητο βρίσκεται στα Μελίσσια σε επίμηκες οικόπεδο με μεγάλο βάθος στο οποίο υπάρχει και δεύτερο κτίσμα. Τα δύο κτίσματα είναι ελεύθερα τοποθετημένο σε ενιαίο κήπο και σχεδιάστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1970 από γνωστό αρχιτέκτονα. Το ιδιαίτερο μορφολογικό λεξιλόγιο που τα διακρίνει συνάδει με το μοντέρνο ύφος της εποχής ενώ ο χαρακτήρας και των δύο κτισμάτων διαθέτει χαρακτηριστικά μπρουταλιστικά στοιχεία.
Το συγκεκριμένο έργο εντοπίστηκε στο πρώτο από τα δύο κτίσματα, αυτό που βαίνει στο δρόμο. Το δεύτερο κτίσμα δεν ανακαινίστηκε. Στο εξωτερικό κέλυφος του κτίσματος κυριαρχούσε ο εμφανής ξυλότυπος οργανωμενος σε ζώνες. Κατακόρυφες και οριζόντιες σκοτίες διαχώριζαν τις διάφορες ζώνες του ξυλοτύπου επιτρέποντας την αλλαγή διεύθυνσης της ξυλείας που χρησιμοποιήθηκε κατά τη σκυροδέτηση.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο φέρων οργανισμός ήταν το κυρίαρχο στοιχείο του κελύφους. Τα στοιχεία πλήρωσης ήταν σαφώς διαχωρισμένα από το φέροντα οργανισμό και προεξείχαν κατά μέσον όρο 5 εκ. με τελείωμα πεταχτού σοβά. Όλα τα ανοίγματα αποτελούσαν μέρος της σύνθεσης των όψεων τηρώντας αυστηρές χαράξεις σε κατακόρυφο και οριζόντιο άξονα.
“Τα κουφώματα ήταν όλα ξύλινα και στο μεγαλύτερο ποσοστό τους διέθεταν φεγγίτη. Τα μεγάλα σε μήκος ανοίγματα επέβαλλαν την τυπολογία των κουφωμάτων που ήταν επάλληλα συρόμενα με φεγγίτη. Ξύλινο πλαίσιο εγκιβώτιζε το κάθε άνοιγμα σε ενιαία σύνθεση”.
Το κτίσμα διαθέτει συνολική επιφάνεια 480 τ.μ. Αποτελούσε ενιαία κατοικία σε 4 διακριτές στάθμες (υπόγειο, ισόγειο, όροφος και δώμα) με ενιαίο κλιμακοστάσιο. Το ζητούμενο της νέας μελέτης του γραφείου,Χάρης Παπαϊωάννου & Συνεργάτες Ο.Ε., ήταν ο διαχωρισμός της ενιαίας μονοκατοικίας σε 3 διακριτά διαμερίσματα και ο εκσυγχρονισμός του κτίσματος προκειμένου να ευθυγραμμιστεί με τις ενεργειακές και τις λειτουργικές απαιτήσεις της εποχής. Ο διαχωρισμός των ιδιοκτησιών είχε ως βασική συνεπαγωγή τη δημιουργία διαφορετικών δικτύων ηλεκτρομηχανολογικών με την ανάγκη ελέγχου από κεντρικά σημεία του κτίσματος.
Εκτός από το πρόβλημα της εσωτερικής διαρρύθμισης, της διάκρισης διακριτών εισόδων και προσπελάσεων, το πολύ βασικό ερώτημα ήταν η διατήρηση ή όχι του αρχιτεκτονικού ύφους. Η ανάγκη για τη μόνωση του κελύφους, και άρα για θερμοπρόσοψη είχε ως αποτέλεσμα την υποχρεωτική αποδέσμευση από τις αυστηρές χαράξεις της όψης τόσο για την εξωτερική τοιχοποιία όσο και για τα ανοίγματα.
Αναζητήθηκε λοιπόν μια ισορροπία ανάμεσα στο «παλαιό» και στο «νέο» και έγινε η προσπάθεια της μεταγραφής του χαρακτήραχωρίς απώλεια των αρχών σχεδιασμού των όψεων. Έτσι, χρησιμοποιήθηκε η ίδια η θερμοπρόσοψη σε ενότητες διαφορετικού πάχους προκειμένου να μεταφέρει το λεξιλόγιο των προεξοχών που υπήρχε εξαρχής, χωρίς όμως να αναπαραχθεί ο παλαιός ξυλότυπος. Η διαφορετική κοκκομετρία της τελικής επίστρωσης χρησιμοποιήθηκε ως μια μεταγραφή της παλαιάς διαφοροποίησης εμφανούς σκυροδέματος και πεταχτού σοβά.
Τα παλαιά ξύλινα επάλληλα κουφώματα με φεγγίτη αντικαταστάθηκαν με νέα κουφώματα αλουμινίου με θερμοδιακοπή με σύγχρονους μηχανισμούς ανύψωσης λόγω του μεγάλου βάρους τους. Το σκούρο χρώμα τους και το τελείωμα υφής άμμου (sable) σε διάλογο προς την κοκκομετρία των επιφανειών της θερμοπρόσοψης επιχείρησε μια λεπταίσθητη διαχείριση των υφών σε αναλογία με τις υφές του αρχικού σχεδιασμού.
Οι φεγγίτες διατηρήθηκαν και αυτοί ενώ η οργάνωση των ανοιγμάτων εντάσσεται σε μια λογική αυστηρών χαράξεων και πάλι. Η στρατηγική αναζήτησης μιας ισορροπίας ανάμεσα στο «παλαιό» και στο «νέο» είναι δηλωτική του σεβασμού προς στο αρχικό ύφος σχεδιασμού και μια δήλωση για την πρόθεση διατήρησης των σύγχρονων κτιρίων-μνημείων στο μοντερνισμό της δεκαετίας του 1970.