Σε ένα αδιέξοδο της οδού Σαρρή, το παλιό διώροφο στοιχειοχυτήριο ιδιοκτησίας Καρπαθάκη – Αναγνωστόπουλου, κτισμένο το 1930, ανασκευάζεται εξ’ ολοκλήρου και διαμορφώνεται σε ένα boutique ξενοδοχείο δώδεκα αυτοτελών διαμερισμάτων, προτείνοντας έναν νέο χώρο φιλοξενίας στην καρδιά του ιστορικού κέντρου της ελληνικής πρωτεύουσας.
Από την είσοδο του κτηρίου, μέχρι και το φυτεμένο δώμα, οι αρχιτέκτονες, Μιλτιάδης Πορτοκάλης και Έφη Μαλανδράκη, επέλεξαν να συνδιαλέξουν στοιχεία της αθηναϊκής ιστορίας, του βιοτεχνικού χαρακτήρα της συνοικίας Ψυρρή, του ελληνικού τοπίου – μέσω των υλικών της κατασκευής (μάρμαρο, μωσαϊκό, πέτρα) και ενός συγχρόνουαρχιτεκτονικού design.
Τα 12 διαμερίσματα του ξενοδοχείου αναπτύσσονται στους τρεις ορόφους και το δώμα φυτεύεται εξ’ ολοκλήρου με φυτά ελληνικού τοπίου προσφέροντας έναν χώρο χαλάρωσης με θέα το ιστορικό κέντρο της πόλης.
Ο σεβασμός του βασικού δομικού κελύφους του ακινήτου, του ιδιαίτερου ογκοπλαστικού του χαρακτήρα, καθώς και η διάσωση – επανένταξη στοιχείων καθοριστικών για τη συνέχεια της αρχιτεκτονικής του ταυτότητας, αποτέλεσαν βασικό οδηγό των αρχιτεκτόνων κατά το στάδιο της μελέτης του έργου.
Τα οργανωμένα σε κατακόρυφους άξονες βιομηχανικά παράθυρα, κάποια εκ των οποίων φτάνουν έως και τα πέντε μέτρα ύψος, αντικαταστάθηκαν από νέα σιδερένια κουφώματαίδιας τυπολογίας στην όψη, ενισχυμένα όμως με διπλούς υαλοπίνακες ώστε να καλύπτουν τις σύγχρονες ανάγκες σε θερμομόνωση και ηχομόνωση.
Οι δυο μεταγενέστερες προσθήκες του κτηρίου – αυθαίρετες κατασκευές που προστέθηκαν κατά την δεκαετία του ’90 – ενσωματώθηκαν στο γενικότερο σχεδιασμό ως πράσινοι κύβοι – παράσιτα και αναδείχθηκαν με την εξ’ ολοκλήρου διαφοροποίηση των υλικών κατασκευής τους σε επίπεδο όψεων: οι ελεύθερεςέδρες τους πλαισιώθηκαν με Ελληνικά φυτά (vertical & horizontal gardens) ενώ τα νέα ορθογώνια ανοίγματα – αποτελούμενα από cortensteel λεπτομέρειες και κουφώματα αλουμινίου – καδράρουν το βλέμμα του επισκέπτη προς τις εκάστοτε οπτικές φυγές.
Η αντίθεση μεταξύ παλαιού και νέου κελύφους έχει ως στόχο το καθαρό διαχωρισμό της κάθε επέμβασης, την ειλικρίνεια της κατασκευής και τη δημιουργίαενόςσύγχρονου ορόσημου για τον επισκέπτη και περιπατητή, εντός του Αθηναϊκού αστικού ιστού.
“Η εσωτερική αρχιτεκτονική διαμόρφωση υπακούει στα υφιστάμενα ανοίγματα των όψεων τα οποία προσφέρουν φυσικό φωτισμό και αερισμό σε όλους τους κύριους χώρους”.
Οι δώδεκα χώροι φιλοξενίας διαφοροποιούνται πλήρως μεταξύ τους ως προς την σχεδιαστική προσέγγιση, τα εσωτερικά ύψη, τη οργάνωση των χρήσεων ή τον όροφο στον οποίο βρίσκονται, απορρίπτοντας έτσι το λεξιλόγιο μιας τυπικής ξενοδοχειακής κάτοψης.
Στο ισόγειο η διαμόρφωση της ευρύχωρης reception πλαισιώνεται από custom made έπιπλα, φωτιστικά σχεδιασμένα από τους αρχιτέκτονες, design έπιπλα και μια tailormade βιβλιοθήκη – φόρο τιμής στην τυπογραφική ιστορία του κτηρίου – με βιβλία, περιοδικά και εφημερίδες αθηναϊκών και ελληνικών εκδόσεων του 20ου αιώνα.
Στο μασίφξύλινο δάπεδο της υποδοχής, δεσπόζει η γυάλινη επιφάνεια θέασης προς την ειδικά διαμορφωμένη κάβα του ξενοδοχείου, η οποία προέκυψε από την αποκάλυψη κατά την κατασκευή της παλαιάς δεξαμενής του εργοστασίου.
Τα 12 ανεξάρτητα διαμερίσματα, με επιφάνειες που κυμαίνονται από 25 τ.μ. έως και 60 τ.μ., προσκαλούν τον επισκέπτη σε μία εμπειρία ενός σύγχρονου τρόπου συλλογικής κατοίκησης στην Αθήνα και αναπτύσσονται στο ισόγειο και στους δύο ορόφους.
Στο ισόγειο του κτηρίου βρίσκονται δύο από τα δώδεκα διαμερίσματα του ξενοδοχείου, τα οποία και σχεδιάστηκαν γύρω από δύο εσωτερικές ιδιωτικές αυλές – αίθρια με στόχο την επαφή των επισκεπτών με το φυσικό στοιχείο αλλά και την συμβολή τους στο φυσικό φωτισμό και αερισμό των χώρων.
Σεβόμενοι τις υφιστάμενες αναλογίες ανοιγμάτων του κτηρίου και εκμεταλλευόμενοι τα διπλά ύψη του παλιού βιομηχανικού κελύφους στους ορόφους, οι αρχιτέκτονεςδημιούργησαν σε κάποια διαμερίσματα χώρους διημέρευσης διώροφου ύψους, εντάσσοντας μεταλλικά πατάρια (αυτόνομα στατικά) και δίνοντας έτσι τη δυνατότητα εξέλιξης πολλαπλών σεναρίων φιλοξενίας.
“Το δώμα του κτηρίου, επιχειρεί την επανερμηνεία τηςαυλήςτης παραδοσιακής ελληνικής κατοικίας, προσφέροντας έναν υπερυψωμένο χώρο συνάντησης, ξεκούρασης και ψυχαγωγίας, κατάφυτο και σκιασμένο”.
Ανάμεσα σε μία αποκλειστικά ελληνική φύτευση αποτελούμενη από ελιές, ροδιές, λεβάντες, αρωματικά φυτά και αμπελόφυτες πέργκολες, διαμορφώνεται ένας περίπατος με πλατώματα από πλάκες μαρμάρου, τοποθετημένα σε διαφορετικές κλίσεις κάθε φορά ως προς τους άξονες του περιγράμματος του κτηρίου, που προσανατολίζουν το βλέμμα στις εκάστοτε οπτικές φυγές.
Διάφορες επιμέρους κατασκευές, όπως οι μαρμάρινες κερκίδες, οι μεταλλικές πέργκολες με παραδοσιακή καλαμωτή στέγαση, τα νέα στηθαία, επηρεασμένα από το ελληνικό Bauhaus, καθώς και η προσθήκη ξυλόφουρνου για την παρασκευή ελληνικών γευμάτων, συμβάλουν στη σύνδεση του χώρου με το ιστορικό τοπίο και συμπληρώνουν την εμπειρία του επισκέπτη.
Σε επίπεδο κατασκευής, ο επαναπροσδιορισμός στοιχείων της παραδοσιακής ελληνικής αρχιτεκτονικής, συνδιαλέγεται αρμονικά με τη χρήση της υψηλής τεχνολογίας που απαιτείται για την ολοκλήρωση ενός σύγχρονου αρχιτεκτονικού έργου (εσωτερικά χωρίσματα από διπλή γυψοσανίδα με πλήρη ηχομονωτική πρόβλεψη, σύγχρονες Η/Μ εγκαταστάσεις, ηλιακοί θερμοσυλλέκτες κενού, vertical gardens κ.α.).
Παράλληλα, τα υφιστάμενα υλικά του ακινήτου, όπως εμφανείς λιθοδομές και τοιχοποιίες ή ταβάνια από βυζαντινά τούβλα, συντηρήθηκαν και αναδείχθηκαν, συμβάλλοντας έτσι στην συνέχεια της ιστορικότητας του κτηρίου και στη δημιουργία χώρων διαχρονικής και οικείας πολυτέλειας.
Οι σύγχρονες ανάγκες για διπλούς υαλοπίνακες (μόνωση / ηχοπροστασία) και η επιλογή της διατήρησης του βιομηχανικού μεταλλικού σκελετού στα ανοίγματα μεγάλου ύψους, αύξησαν σημαντικά το βάρος των κουφωμάτων οδηγώντας τους αρχιτέκτονες στη δημιουργία ενός ξεχωριστού custom made χειροκίνητου μηχανισμού ανοίγματος των κουφωμάτων με γρανάζια.
Έτσι, μέσα από το άνοιγμα των παραθύρων, ο επισκέπτης προσεγγίζει βιωματικάτην ιστορικότητα του ακινήτου, επανεκτιμώντας τον διάλογο της σύγχρονης πολυτέλειας με το βιομηχανικό παρελθόν του κτηρίου και καθορίζοντας τον βαθμό συσχέτισης με το εξωτερικό περιβάλλον της πόλης που του αποκαλύπτεται σταδιακά.