Με αφορμή τις τακτοποιήσεις αυθαίρετων κατασκευών με βάση τους νόμους 4178/2013 και 4495/2017, οι Μηχανικοί καλούνται να συντάξουν Μελέτη Στατικής Επάρκειας για την εκάστοτε τακτοποιούμενη κατασκευή.
Η συνήθης πρακτική είναι η εν λόγω μελέτη να λαμβάνει υπόψη τα κατακόρυφα φορτία της τρέχουσας χρήσης της κατασκευής και τουλάχιστον τα σεισμικά φορτία που προέβλεπε ο ισχύων αντισεισμικός κανονισμός κατά την κατασκευή ή την αδειοδότηση του δομήματος.
Για τη συνήθη περίπτωση των κτηρίων οπλισμένου σκυροδέματος, μια αδρομερής κατάταξη μπορεί να γίνει ως εξής:
Κτήρια κατασκευασμένα προ του 1959, τα οποία έχουν το μειονέκτημα της ανυπαρξίας αντισεισμικού κανονισμού στη χώρα μας κατά την εποχή της μελέτης τους. Ως εκ τούτου, τα εν λόγω κτήρια είναι υπολογισμένα μόνο για κατακόρυφα φορτία και συνεπώς τα κατακόρυφα στοιχεία τους έχουν μικρές διατομές, ανίκανες να παραλάβουν έστω μέτριας έντασης σεισμικά φορτία χωρίς βλάβες.
Κτήρια κατασκευασμένα την περίοδο 1959-1984, στα οποία η θέση σε ισχύ του πρώτου στην Ελλάδα Αντισεισμικού Κανονισμού (ΦΕΚ36/26.02.1959) αποτυπώνεται μελετητικά στην αύξηση των διατομών των υποστυλωμάτων, λόγω του υπολογισμού των κτηρίων σε σεισμό (με σεισμικούς συντελεστές 4% έως 16% επί του συνόλου των φορτίων λειτουργίας).
Κτήρια κατασκευασμένα την περίοδο 1984-2000, μετά τη θέση σε ισχύ του ΦΕΚ239/16.04.1984, στο οποίο εισάγεται για πρώτη φορά η έννοια της «Σπουδαιότητας Κτηρίου», διαχωρίζοντας πρακτικά τα κτήρια συγκέντρωσης κοινού (νοσοκομεία, εκπαιδευτήρια κλπ) από τις κατοικίες, μέσω της επαύξησης των σεισμικών δράσεων των πρώτων κατά 20% έως 50%. Επιπλέον, στον προαναφερθέντα νόμο αποτυπώνεται η ωρίμανση της ορθής κατασκευαστικής πρακτικής, καθότι προδιαγράφονται ελάχιστα ποσοστά οπλισμού, μήκη παραθέσεων, διαστάσεις φερόντων στοιχείων κλπ.
Κτήρια κατασκευασμένα μετά το 2000, στα οποία υιοθετείται πλέον ο ΕΑΚ 2000 (ΦΕΚ1564/Β/22.12.2000). Στον εν λόγω κανονισμό, καθορίζονται Ζώνες Σεισμικής Επικινδυνότητας, εισάγεται η έννοια της πλαστικής απόκρισης μέσω του Συντελεστή Συμπεριφοράς και ορίζεται με σαφήνεια η έννοια της ιεραρχημένης αστοχίας, σύμφωνα με τον κανόνα «Ισχυροί Στύλοι – Ασθενείς Δοκοί».
Η εμπειρία έχει δείξει ότι πέραν των κτηρίων της πρώτης κατηγορίας (προ του 1959) καθώς και κτηρίων με ακραίες μη μελετημένες αυθαιρεσίες (π.χ. προσθήκη ορόφου ή ορόφων χωρίς πρόβλεψη), τα κτίρια της περιόδου 1959-2000 παρουσιάζουν καλή – τηρουμένων των αναλογιών- συμπεριφορά, με λίγες ή και μηδενικές απαιτούμενες ενισχύσεις.
Το συμπέρασμα αυτό έχει επαληθευτεί και από τη συμπεριφορά των κτηρίων Ο/Σ κατά τους μεγάλους σεισμούς της περιόδου 1959-2000 (Θεσσαλονίκη 1978, Καλαμάτα 1986, Αθήνα 1999 κ.α.) και ερμηνεύεται μεταξύ άλλων από τα ακόλουθα:
Την επιμέλεια των Μηχανικών ως προς την τήρηση των επιτρεπόμενων τάσεων σκυροδέματος και χάλυβα, οι οποίες θεωρούνταν αρκούντως μικρότερες από την μέση τιμή τους.
Την υπερστατικότητα των κτηρίων Ο/Σ, απόρροια της μονολιθικότητας στην κατασκευή τους.
Τον υπολογισμό των σεισμικών φορτίων επί του συνόλου των φορτίων λειτουργίας (G+Q) και όχι επί των οιονεί-μονίμων (G+ψ2Q), όπως υιοθετήθηκε με τον ΕΑΚ2000.
Τον ελαστικό υπολογισμό της απόκρισης, αγνοώντας την απορρόφηση σεισμικής ενέργειας στους κόμβους δοκών-υποστυλωμάτων.
Σε αντίθεση με τα ανωτέρω, «εχθρός» των κτηρίων ούτως ή άλλως είναι ο χρόνος, η επίδραση του οποίου επί του φέροντος οργανισμού θα πρέπει πάντοτε να λαμβάνεται υπόψη, ανεξαρτήτως των λογιστικών ελέγχων επάρκειας των δομικών στοιχείων.
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις στις οποίες διαβρωτικά περιβάλλοντα προκάλεσαν αποφλοιώσεις επικαλύψεων, καταστροφή οπλισμών και συνακόλουθη αστοχία, ακόμη και σε κατασκευές ηλικίας 30-40 ετών.
Τα στελέχη της «Delta Engineering – Σύµβουλοι Μηχανικοί», µέλους του Οµίλου «ΣΑΜΑΡΑΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ», µε σηµαντική εµπειρία και δραστηριότητα ως σύµβουλοι και µελετητές ποικίλων επενδυτικών έργων, παρακολουθούν επιστάµενα τις πολεοδοµικές και αναπτυξιακές εξελίξεις και είναι στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε πληροφορία και διευκρίνιση για τα ανωτέρω θέµατα και την άρτια τεχνική υποστήριξη των έργων σας.