Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ο Πανελλήνιος Συνεταιρισμός Μηχανικών και Εργοληπτών, κατασκεύασε έναν πρότυπο παραθεριστικό οικισμό, σε μία πευκόφυτη πλαγιά στο νησί των Σπετσών με έντονες κλίσεις. Ο χρόνος, σε συνδυασμό με την φτωχή τοπική οικοδομική τεχνογνωσία της εποχής, επέφερε μία έντονη πρόωρη γήρανση για τα κελύφη, που σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι βιώσιμα με τα σύγχρονα δεδομένα.
Σήμερα πολλοί συνιδιοκτήτες, από τη νεότερη γενιά, προχωρούν σε ριζικές επισκευές και εκσυγχρονισμό. Μία τέτοια περίπτωση είναι και τα δύο κελύφη που εξετάζονται από τους μελετητές. Παρελήφθησαν από τον νέο ιδιοκτήτη τους, σε άθλια κατάσταση με έντονες φθορές από υγρασία, διαβρώσεις οπλισμών, κατάρρευση τοιχοποιιών κ.α.
Η επέμβαση περιελάμβανε την ενοποίηση των δύο κατοικιών, την πλήρηστατική ενίσχυση, την εκ νέου διαρρύθμιση των εσωτερικών χώρωνκαι των όψεων και την ενσωμάτωση νέων υλικών, δικτύων και κατασκευών.
“Η ανάπλαση επεκτάθηκε σε μεγάλη έκταση και στον υπαίθριο χώρο με εξυγίανση των πρανών, δημιουργία αναλημματικών τοιχίων, και μεγάλης κλίμακας φυτεύσεις”.
Τα υφιστάμενα κτίρια ήταν τριώροφα, τοποθετημένα σε έντονη πλαγιά, με το ημιεπίπεδο μεταξύ Α’ και Β’ ορόφου, να αποτελεί το επίπεδο εισόδου από την πάνω -δυτική- πλευρά, και το ισόγειο να βλέπει στην κάτω –ανατολική- πλευρά.
Η επέμβαση διατήρησε αυτήν τη χαρακτηριστική κλιμάκωση, συνδυάζοντας την και με την αντίστοιχη κλιμάκωση των εξωτερικών χώρων στις τρεις εξωτερικές πλευρές. Δημιουργήθηκε ένα νέο πλατύτερο κλιμακοστάσιο σε αντικατάσταση των δύο στενών υφιστάμενων.
Προκειμένου να ανακτηθεί μεγαλύτερος αύλειος χώρος, ο όροφος υποχώρησε από την οικοδομική γραμμή και δημιουργήθηκε μία μεγάλη βεράντα εκμεταλλευόμενη τη θέα των νησιών, των Σπετσών, της Ύδρας, της Δοκού, και του Μυρτώου Πελάγους με την ακτογραμμή της Πελοποννήσου.
Προκειμένου να μην εμποδίζεται, η θέα και ο ηλιασμός, όταν είναι επιθυμητός, κατασκευάστηκε ένα μηχανοκίνητο στέγαστρο, με δυνατότητα πλήρους ανάσυρσης και απόκρυψης στο δώμα του κτιρίου. Σε αντίθεση με την προϋπάρχουσα τυφλή όψη, έγινε εκμετάλλευση και της τρίτης πλευράς που διαθέτει το κτίσμα, με τη δημιουργία ενός μεγάλου παραθύρου –«ματιού» προς το δάσος.
Στο επίπεδο του Α’ ορόφου, χωροθετούνται υπνοδωμάτια με πρόσβαση στην αυλή της νότια πλευράς, ενώ στο επίπεδο του ισογείου χωροθετούνται οι δύο ξενώνες με χρήση της ανατολικής αυλής.
Ο φέρων οργανισμός και τα πέδιλα ενισχύθηκαν πλήρως με μανδύες και νέα φέροντα στοιχεία. Οι οπτοπλινθοδομές ανακατασκευάστηκαν με χρήση θερμομόνωσης. Ομοίως στα δώματα, εφαρμόστηκε στεγανοποίηση και θερμομόνωση. Σε όλο το κτίριο εφαρμόστηκε εξωτερικό επίχρισμα.
“Σε όλα τα δάπεδα, εσωτερικών και εξωτερικών χώρων, εφαρμόστηκε πατητή τσιμεντοκονία σε μπεζ χρωματισμό”.
Όλα τα εξωτερικά κουφώματα είναι αλουμινίου, βαμμένα σε ένα -εκτός καταλόγων- γαλάζιο χρώμα, το οποίο βρέθηκε μετά από ανάλυση των αποχρώσεων του γαλάζιου στον παραδοσιακό οικισμό των Σπετσών.
Το συρώμενο στέγαστρο διαθέτει μεμβράνη «καμουφλάζ» για δημιουργία κυματίσματος των σκιών πάνω στο δάπεδο. Τα έπιπλα επιλέχτηκαν εξίσου απλά και λιτά όπως οι οικοδομικές γραμμές και επιφάνειες.
Στον εξωτερικό χώρο χρησιμοποιήθηκε χτυπητό μάρμαρο για τις πλακοστρώσεις και ακατέργαστη πέτρα Χαλκιδικής και επίχρισμα με κεραμάλευρο για την επένδυση των τοιχίων που ορίζουν τις φυτεμένες πεζούλες, ώστε να αποδοθεί η έννοια των «φυσικών» αναχωμάτων.
“Η ίδια πέτρα χρησιμοποιήθηκε και σε ιδιαίτερους τοίχους του ισογείου για να προσδώσει την έννοια του «υπόσκαφου» και της επαφής με το φυσικό ανάγλυφο”.
Για τη φύτευση έγινε συνεργασία με γεωπόνο, κάτοικο του νησιού και γνώστη της τοπικής χλωρίδας. Χρησιμοποιήθηκαν ενδημικά φυτά, χαρακτηριστικά του τόπου (ελιές, βουκαμβίλιες, αμυγδαλιές, συκιές, δενδρολίβανα κα), με μικρές ανάγκες ποτίσματος. Η κατασκευή έγινε με το σύστημα της αυτεπιστασίας, με χρήση, όπου ήταν δυνατόν, τοπικών συνεργείων.