Το αρχιτεκτονικό γραφείο PiSaA (Domenico Piemonte, ΚατερίναΣαμσαρέλου), σε συνεργασία με τον Τάσο Μίχο και την Βίκυ Πάντζιου, παρουσίαζουν την πρότασή τους, η οποία κέρδισε το 3ο βραβείο στον Αρχιτεκτονικό Διαγωνισμό προσχεδίων με θέμα: «Νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Σπάρτης».
Οι αρχιτέκτονες, με βάση την μελέτη τους, προβλέπουν τα κάτωθι:
«Κατανοούμε και ερμηνεύουμε την πόλη της Σπάρτης ως την επιτομή από αρχαιοτάτων χρόνων του λακωνικού χαρακτήρα. Αρχές όπως η λιτότητα και η αυστηρότητα αποτελούν για την πρόταση βασικές συνθετικές αφετηρίες.
Η μοντέρνα έκφραση του εργοστασίου συνιστά την προϋπάρχουσα βάση, επί της οποίας εκκινεί η συνθετική διαδικασία για το Νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Σπάρτης.
Η αρχιτεκτονική πρόταση στοχεύει στην ένταξη των διαφορετικών προγραμμάτων σε ένα συνεχές όλον όπου θα συνυπάρχουν και θα εμφανίζονται εξίσου δυναμικά χωρίς το ένα να υποβαθμίζει το άλλο, διατηρώντας ταυτόχρονα τη λειτουργική αυτονομία τους.
Για την επίτευξη αυτού το στόχου, επιδιώχθη ο κατακερματισμός του κτηριολογικού προγράμματος βάσει συγκεκριμένων αξόνων κίνησης και προσπελασιμότητας, οι οποίοι προκύπτουν από τη θέση της πόλης ως προς το οικόπεδο, το χώρο στάθμευσης, τον ισχυρό οδικό άξονα Τρίπολης – Σπάρτης και σημεία ενδιαφέροντος και αναφοράς όπως η Αρχαία Σπάρτη, ο Ταΰγετος και ο Ευρώτας.
Το κτηριακό σύστημα διασπάται, διατηρώντας την νοηματική ενότητα του με γνώμονα την αυτονομία των λειτουργιών του, καθώς και την καταλληλότερη συσχέτιση των λειτουργιών προς την εύρυθμη λειτουργία του μουσείου.
Επί των αξόνων αυτών, παράγεται ποιοτικός δημόσιος χώρος, ένα είδος «αρχαίας αγοράς», ο οποίος καλείται να συρράψει κοινωνικά και φυσικά τις λειτουργίες του συγκροτήματος και μπορεί να λειτουργήσει υπέρ της πόλης ανεξάρτητα του μουσειακού χώρου.
Στο σημείο τομής των αξόνων, τα επιμέρους κτήρια, ιδιωτικού και δημόσιου χαρακτήρα ενοποιούνται μέσω ενός ελαφριού όγκου, ενός, δηλαδή, συνδετικού χώρου, ο οποίος αποτελεί καρδιά του συγκροτήματος, μέσω του οποίου από πολλαπλές εισόδους επισκέπτες και προσωπικό διανέμονται προς τα τμήματα του κτηρίου, τα οποία τοποθετούνται ακτινωτά σε σχέση με αυτό.
“Ο χώρος της μόνιμης έκθεσης αναπτύσσεται σε δύο βασικά επίπεδα με πρόσβαση μέσω του συνδετήριου χώρου και τοποθετείται στο βόρειο τμήμα του οικοπέδου, συνιστώντας διακριτό και αναγνωρίσιμο όγκο. Στην υπόγεια στάθμη του προκειμένου κτηρίου τοποθετούνται οι αποθήκες ευρημάτων”.
Η μορφολογία του προτεινόμενου κτηριακού συγκροτήματος έχει ως βάση το λιτό και αυστηρό χαρακτήρα που διέκρινε τη Σπάρτη από την ίδρυση της, πόσω μάλλον όταν πρόκειται για το αρχαιολογικό μουσείο της πόλης και την ανάδειξη αυτής ακριβώς της πολιτισμικής αρχής.
Το νέο κτήριο, επιδιώκοντας μέσω του σχεδιασμού του την ανάδειξη του διατηρητέου, επιχειρεί την ομαλή και διακριτική παρουσία του σε δευτερεύοντα ρόλο χωρίς, όμως να απωλέσει την σημασία του.
Βάσει αυτής της αρχής, η ισχυρή μορφή του διατηρητέου, μέσω του δομικού του κανάβου ως βασικού χαρακτηριστικού της αρχιτεκτονικής του έκφρασης, αποτελεί την αφετηρία για τη δομή του νέου κτηρίου.
Το νέο κτήριο κατασκευάζεται επί του υπάρχοντος κανάβου διαμορφώνοντας τις κατάλληλες συνθετικές συνθήκες για τον μορφολογικό διάλογο μεταξύ παλιού και νέου, με σαφή διαχωρισμό παρελθόντος και μέλλοντος.
Η περιμετρική όψη του συγκροτήματος διαμορφώνει ένα σύνολο δύο χρονικών περιόδων, εκφράζοντας στη σύγχρονη γλώσσα το ύφος του ΧΥΜΟΦΙΞ, διατηρώντας επιμήκη ανοίγματα σε λευκό σοβατισμένο υλικό και διαμορφώνοντας σκληρό όριο προς την εθνική οδό.
“Το κτήριο της μόνιμης έκθεσης, επίσης διατηρεί σκληρό όριο προς το εξωτερικό του κτηριακού συγκροτήματος”.
Κατά αυτόν τον τρόπο, το συγκρότημα αποκτά μια σχετική εσωστρέφεια, καθώς οι εσωτερικές πληρώσεις προς τις διαμορφωμένες πλατείες και αυλές παραμένουν ελαφριές, επιτρέποντας οπτική και κινητική σύνδεση μεταξύ των χώρων.
Το νέο μουσείο ορίζεται στην βόρεια και δυτική του πλευρά από δύο τοιχία, τα οποία επιτελούν τις εξής λειτουργίες:
Αφενός, εσωτερικά ορίζουν τις κατακόρυφες κινήσεις μεταξύ των επιπέδων του εκθεσιακού χώρου. Αφετέρου, στο εξωτερικό ορίζουν την κίνηση προς την κεντρική είσοδο του μουσείου, μέσω του άξονα ΝΑΜΣ – Ευρώτας. Ανάμεσα από τα δύο τοιχία, προβάλλει ένας εξώστης, ένα σημείο πανοραμικής εποπτείας – belvedere του λακωνικού τοπίου.
Από το εξωτερικό τοιχίο, μοιάζει να αναρτάται ένα γυάλινο κουτί, μέρος της μόνιμης έκθεσης, που επιτρέπει, κατά την μουσειακή εμπειρία, την θέαση προς τους λόφους της Αρχαίας Σπάρτης και τον Ταΰγετο. Ο συνδετικός χώρος, στο κέντρο της σύνθεσης, παραμένει ελαφρύς στην υλικότητα του και διαπερατός, επιδιώκοντας να εκφράσει διακριτικά το βοηθητικό του σκοπό».