Η διπλωματική εργασία της Μάρως Κρούσκα, με τίτλο «Έκθεση Ελληνικού Κινηματογράφου», αφορά την διοργάνωση έκθεσης πάνω στην σχέση του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου με τον χώρο, την παρουσίαση δηλαδή της κατοικίας μέσα από τα μάτια των σύγχρονων Ελλήνων κινηματογραφιστών.
Επικεντρώνεται αποκλειστικά στις ταινίες του σύγχρονου ελληνικού κινηµατογράφου, όπου η σχέση του δηµιουργού µε τον χώρο είναι σκόπιµη και µελετηµένη και η αρχιτεκτονική δεν χρησιµοποιείται ως µία έννοια γενική αλλά όλο και περισσότερο απασχολεί τους νέους κινηµατογραφιστές και γίνεται µέρος της πλοκής.
Η έκθεση οργανώνεται σε έξι θεµατικές µε βάση τον χώρο και τοποθετείται µέσα σε έξι θερινά σινεµά κατά την χειµερινή περίοδο (Οκτώβρη-Απρίλη) όπου οι κινηµατογράφοι παραµένουν κλειστοί και τα οικόπεδα αχρησιµοποίητα.
Τα θερινά σινεµά επιλέγονται ως χώροι παρέµβασης λόγω της ιδιαίτερης σηµασίας τους για το ελληνικό κοινό, του θεσµού τους ως παράδοση των σινεφίλ θεατών και µη αλλά και επειδή πρόκειται για ανεκµετάλλευτα πεδία για ένα µεγάλο χρονικό διάστηµα κατά την διάρκεια του χρόνου µέσα στην καρδιά του Αθηναϊκού ιστού.
“Τα θερινά σινεµά που επιλέχθηκαν βρίσκονται όλα στο κέντρο της Αθήνας και είναι τα: Ριβιέρα, Σινέ Παρί, Αθηναία, Βοξ, Θησείον και Δεξαµενή”.
Η επιλογή τους έγινε έτσι ώστε να υπάρχει ποικιλία αλλά και κάποια αντιστοιχία, βάση του µεγέθους του οικοπέδου και των προσβάσεων στον χώρο, της περιοχής που βρίσκονται, της σχέσης µε την οθόνη, εάν πρόκειται για αυλή ή ταράτσα αλλά και του γενικότερου χαρακτήρα τους µε τον οποίο γίνονται αναγνωρίσιµα στον κόσµο.
Η περιορισµένη χρονική διάρκεια της έκθεσης, σήµαινε εξ αρχής πως η κατασκευή της θα ήταν ελαφριά, το στήσιµο της οποίας επιλέχθηκε να αποτελείται από ξηρή δόµηση µε σηµειακή θεµελίωση στο έδαφος και µε αυτό τον τρόπο να τοποθετείται και να αποµακρύνεται µε ευκολία το καλοκαίρι από τα θερινά και να µην αλλοιώνει το φυσικό πεδίο.
Ακόµα, το ότι η διεξαγωγή της έκθεσης γίνεται κατά τους χειµερινούς µήνες σηµαίνει απαραίτητη την προστασία από τις καιρικές συνθήκες και άρα την στέγαση των κατασκευών.
Ταυτόχρονα, η ελάττωση της ποσότητας του ηλιακού φωτός κατά τη χειµερινή περίοδο και η δηµιουργία ενός πιο ψυχρού φωτεινού φίλτρου εξοµαλύνει την αντίθεση µεταξύ τεχνητού και φυσικού φωτισµού πράγµα που χρησιµοποιήθηκε στον αρχιτεκτονικό σχεδιασµό ώστε να υπάρχει µία συνεχής σχέση του µέσα µε το έξω, ποιότητα που προσφέρει η κινηµατογραφική εµπειρία του θερινού σινεµά.
Προκειµένου να επιτυγχάνεται διαπερατότητα µεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού χώρου, οι κατασκευές που εσωκλείουν την έκθεση επενδύονται µε ένα ηµιδιαφανές υλικό τύπου fiberglass. Η ηµιδιαφανής επιφάνεια φιλτράρει το εξωτερικό χειµωνιάτικο φως που µπαίνει µέσα στην έκθεση και ο επισκέπτης βλέπει µέσα από το γαλακτερό φίλτρο τον εξωτερικό χώρο.
“Την κατασκευή των περιπτέρων συµπληρώνουν οι όψεις των κατασκευών”.
Επιλέγονται λεπτές επιφάνειες από κόντρα πλακέ εξωτερικού χώρου που έρχονται να κουµπώσουν πάνω στις πλάκες. Σχεδιάζονται έτσι ώστε να αφήνουν µεγάλα ανοίγµατα και να προωθείται η οπτική επαφή του εσωτερικού του περιπτέρου µε τον εξωτερικό χώρο, το µεγαλύτερο προτέρηµα των θερινών κινηµατογράφων το ότι δηλαδή ο θεατής βρίσκεται σε εξωτερικό χώρο κατά την διάρκεια της προβολής.
“Η έκθεση τοποθετείται πάνω σε µία µεταλλική βάση και περιβάλλεται από µεταλλικά υποστυλώµατα που στηρίζουν την κατασκευή”.
Χρησιµοποιείται ανά περίπτωση µονή γυψοσανίδα ως ένα ακόµα ελαφρύ και οικονοµικό διαχωριστικό και όλη η κατασκευή περιτυλίγεται από το ηµιδιαφανές fiberglass ώστε να επιτυγχάνεται η οπτική διαπερατότητα και η εισροή του χειµωνιάτικου φωτός. Τις κατασκευές συµπληρώνουν οι όψεις από κόντρα πλακέ εξωτερικού χώρου και ολοκληρώνει η µεταλλική στέγαση.
“Περίπτερα-υβρίδια κινηµατογράφου και πολυκατοικίας ως σύγχρονα θέατρα σκιών µέσα στα οποία παρουσιάζεται η έκθεση πάνω στην σχέση της κατοικίας µε τον σύγχρονο ελληνικό κινηµατογράφο”.
Η έκθεση είναι ενιαία και οι τίτλοι είναι εννοιολογικά δανεισµένοι από την ερευνητική εργασία «Σινε-σχετίσεις υποκειµένων και Αθηναϊκού χώρου» αλλά χρησιµοποιούνται για να γίνεται ξεκάθαρη και κατανοητή η κατηγοριοποίηση.
Η οικογένεια στον σύγχρονο ελληνικό κινηµατογράφο δεν παρουσιάζεται συγκεντρωµένη και χαρούµενη αλλά σκιαγραφείται σαν να βρίσκεται σε βραχυκύκλωµα. Ο οικογενειακός χώρος επιλέγεται µε ακρίβεια και προσοχή και κινηµατογραφείται µε έντονη κριτική.
Τα εκθέµατα του περιπτέρου είναι το µοναχικό καθιστικό της ταινίας Miss Violence (2013), η τραπεζαρία και το τζάκι του Κυνόδοντα (2009) όπου η οικογένεια γιορτάζει άψυχα και ο φράχτης του σπιτιού που περιορίζει την οικογένεια από τον έξω κόσµο.
“Προστίθεται ακόµα η µακέτα του διαµερίσµατος του Miss Violence κατασκευασµένη από την Εύα Μανιδάκη και τον Θανάση Δεµίρη”.
Στο δεύτερο περίπτερο παρουσιάζεται ο κινηµατογραφικός χαρακτήρας µόνος του και πως ο ατοµικός του χώρος παίζει σηµαντικό ρόλο στην διαµόρφωση της υποκειµενικότητας του. Εκεί, αναπτύσσονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του και το σκηνικό αντανακλά την προσωπικότητα του είτε πρόκειται για την ιδιωτική του κατοικία είτε για ένα µέρος στο δηµόσιο χώρο στον οποίο απελευθερώνεται.
“Το µεγαλύτερο µέρος του περιπτέρου καταλαµβάνει το διαµέρισµα της κινηµατογραφικής ηρωίδας Στρέλλας του Πάνου Κούτρα (2009) φτιαγµένος µε µία κουίρ αισθητική µέσα στον οποίο η Στρέλλα αισθάνεται ελεύθερη”.
Συµπληρώνουν η πόρτα του δωµατίου που στην ταινία Miss Violence ο πατέρας βγάζει από την θέση της προκειµένου να µην µπορεί να κλειδώσει η κόρη του και ένα τµήµα από το λόφο του Στρέφη που κάθεται ο πρωταγωνιστής της ταινίας Jerks (2011) και κοιτάζει την Αθήνα από ψηλά.
Αν και οι κοινόχρηστοι χώροι µιας πολυκατοικίας είναι χώροι δυναµικοί, χώροι συνάντησης και συνδιαλλαγής µεταξύ των κατοίκων της πολυκατοικίας, στον σύγχρονο ελληνικό κινηµατογράφο, σε αντίθεση µε τον παλιό κινηµατογράφο της δεκαετίας του ’60, παρουσιάζονται άδειοι και αµήχανοι, σαν κάτι να πρόκειται να συµβεί αλλά ταυτόχρονα δεν συµβαίνει αυτή τη στιγµή.
Το τρίτο περίπτερο διαµορφώνεται ολόκληρο από τους ίδιους κοινόχρηστους χώρους που είναι και το αντικείµενο της έκθεσης, δηλαδή το κλειστοφοβικό κλιµακοστάσιο του Tungsten (2011), η αδειανή είσοδος της πολυκατοικίας του Άδικου Κόσµου (2011) και η γκρίζα ταράτσα που τοποθετείται η µακέτα-δώρο της ίδιας ταινίας.
“Στο τέταρτο περίπτερο τοποθετείται ο κινηµατογραφικός αστικός χώρος και πιο συγκεκριµένα το κέντρο της Αθήνας το οποίο σκιαγραφείται µε ωµότητα και ειλικρίνεια”.
Το παγκάκι συνήθως χρησιµοποιείται από ένα άτοµο δηλώνοντας την µοναξιά του µέσα στο δηµόσιο χώρο όπως εδώ στα παραδείγµατα των ταινιών Άδικος Κόσµος και Συγχαρητήρια στους Αισιόδοξους (2012). Στο κάθισµα µίας πολυσύχναστης πλατείας όπως εδώ του Κεραµεικού, από την ταινία Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού (2012), θα γίνει ακόµα πιο έντονη αυτή η αποµόνωση όταν ο κινηµατογραφικός χαρακτήρας βάζει τις φωνές από απόγνωση ανάµεσα στο πλήθος.
Ακόµα, η Στρέλλα βάζει τα κλάµατα βαδίζοντας πάνω στην οδό Σταδίου που εδώ προσοµοιώνεται εικονικά ενώ ως υπόβαθρο για να βοηθηθεί η µετάβαση στην εικονική πραγµατικότητα χρησιµοποιείται ένα κάγκελο πεζοδροµίου και ένα φανάρι δρόµου.
“Πλησιάζοντας στο τέλος της έκθεσης, συναντάµε κινηµατογραφικό σκηνικό που δεν εµπίπτει σε κάποια από τις παραπάνω κατηγορίες”.
Εδώ βρίσκονται χώροι που λειτουργούν κινηµατογραφικά µε έντονο συναισθηµατισµό όπως εγκαταλελειµµένα κτίρια, έρηµες πλατείες και σκοτεινές στοές, χώροι δηλαδή που σχετίζονται µε το περιθώριο εννοιολογικά αλλά και όσον αφορά την πολεοδοµία µίας πόλης.
Η στοά όπου κρυφά θα βρει αφορµή µία συµµορία να επιτεθεί σε έναν νεαρό στις ταινίες Tungsten και Γάλα (2011), αποτυπώνεται εδώ ως µακέτα όπου ο επισκέπτης µπορεί να περάσει µέσα και να την δει πανοραµικά. Μία κούτα και µία καρέκλα από τα σκουπίδια γίνονται στην ταινία 45 τετραγωνικά (2010), η τραπεζαρία της πρωταγωνίστριας που δυσκολεύεται οικονοµικά να κρατήσει το διαµέρισµα της.
Την έκθεση ολοκληρώνει το γκρεµισµένο άγαλµα ενός ήρωα του 1821 το οποίο εκτίθεται ανάµεσα σε ερείπια προσοµοιώνοντας την τελική σκηνή της ταινίας το Αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού όπου ο ήρωας χάνει το σπίτι του και βρίσκει καταφύγιο σε ένα εγκαταλελειµµένο κτίριο.
“Στον εξωτερικό χώρο του περιπτέρου τοποθετείται το µνηµείο πολυπολιτισµικότητας της ταινίας Άδικος Κόσµος”.
Το κενό του χώρου, αποτελώντας στην ουσία µία απώλεια, µπορεί να συνδεθεί µε το κυρίαρχο κινηµατογραφικό ρεύµα των ηµερών το οποίο είναι ένα σινεµά που µιλάει για το τραύµα µε την µορφή της απώλειας.
“Στο τελευταίο περίπτερο βλέπουµε πως οι νέοι κινηµατογραφιστές αποτυπώνουν, τον φόβο εισβολής ενός ξένου στην οικία, το χάσιµο της κατοικίας και την οριακή επιβίωση στον δρόµο”.
Παρουσιάζεται το διαµέρισµα που αδειάζει όταν ο ιδιοκτήτης του είναι πνιγµένος από τα χρέη στο Tungsten, η διαδροµή του ίδιου κινηµατογραφικού χαρακτήρα στο κέντρο της Αθήνας προκειµένου να βρει χρήµατα και να σώσει το σπίτι του, ένα διαµέρισµα που από την στιγµή που παραβιάστηκε µετατράπηκε σε φρούριο στην ταινία ο Εχθρός µου (2013) και τα κάγκελα που συναντάει ο πρωταγωνιστής της ∆ιόρθωσης (2007) που τον µεταφέρουν πίσω στην φυλακή από όπου µόλις βγήκε.
“Τέλος, µία έκθεση για την κατοικία µέσα στον σύγχρονο ελληνικό κινηµατογράφο σίγουρα δεν µπορεί να ανατρέψει ούτε καν να πλησιάσει αυτού του είδους την απώλεια”.
Το ελάχιστο όµως που µπορεί να κάνει είναι να δώσει ζωή στα θερινά σινεµά κατά τους χειµερινούς µήνες που παραµένουν κλειστά,να δώσει πρόθεση στον κόσµο να γνωρίσει τον παρεξηγηµένο σύγχρονο ελληνικό κινηµατογράφο και να χρησιµοποιήσειτην αρχιτεκτονική για αυτογνωσία, αυτοκριτική και ενότητα.