Ο οίκος κοσμημάτων Μαραθιανάκη έχει μια πορεία 60 ετών στο χώρο της κοσμηματοτεχνίας, εξελίσσοντας σταθερά τόσο το αρχαίο ελληνικό όσο και το βυζαντινό κόσμημα, ανταποκρινόμενος παράλληλα στις νέες απαιτήσεις.
Η Στοά Καλλιγά, που αποτελεί μια απ’ τις παραδοσιακές γειτονιές χρυσοχόων και ωρολογοποιών, φιλοξενεί έναν εκθεσιακό χώρο, ο οποίος θα παρουσιάσει τις δημιουργίες του ιστορικού εργαστηρίου και υπήρξε η αφορμή για μία ιδιάζουσα αρχιτεκτονική μελέτη.
Οι βασικές παράμετροι που κατηύθυναν το σχεδιασμό ήταν η ιδιαιτερότητα του περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο κλήθηκε να αναπτυχθεί η νέα πρόταση και η συλλογή που επρόκειτο να παρουσιαστεί. Η συνολική επιφάνεια του χώρου καταλαμβάνει σαράντα πέντε τετραγωνικά, εκ των οποίων μόνο τα δεκαπέντε βρίσκονται στο επίπεδο του ισογείου της στοάς.
Κατευθυντήρια γραμμή για το σχεδιασμό του κοσμηματοπωλείου αποτέλεσε η απόφαση ότι μόνο το επίπεδο του ισογείου θα είναι ανοιχτό και προσβάσιμο στο κοινό, ενώ το υπόγειο και το πατάρι θα χρησιμοποιηθούν ως αποθηκευτικοί χώροι.
Η προσβασιμότητα στα δύο αυτά επίπεδα πρέπει να είναι εύκολη αλλά αφανής όταν δε χρησιμοποιούνται, ώστε να μένει ελεύθερη η επιφάνεια του ισογείου. Με βάση τα δεδομένα αυτά σχεδιάστηκε ένα δωμάτιο – μηχανή, όπου μέσω καταπακτών ο κοσμηματοπώλης μεταφέρεται στα δύο δευτερεύοντα επίπεδα με σκοπό την αποθήκευση και τη μεταφορά υλικού.
Οι καταπακτές όταν παραμένουν κλειστές ενσωματώνονται πλήρως σε πάτωμα και οροφή αποκρύπτοντας την οποιαδήποτε σύνδεση του χώρου με κάποιον άλλο. Εννοιολογικά ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός κλήθηκε να δώσει έμφαση στην ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου εργαστηρίου και στην παράδοση που αυτό διατηρεί στη μεταφορά του αρχαίου ελληνικού κοσμήματος στο σήμερα.
Έχοντας ως βάση αυτό το δεδομένο, η εικόνα του ισογείου απέκτησε τη μορφή σπηλιάς (εσοχή στο λαγούμι-στοά), η οποία έχει ανασκαφεί και ταξιδεύει τον επισκέπτη πίσω στο χρόνο, στις ρίζες της αρχαίας ελληνικής τέχνης.
Όλα τα τοιχώματα, έπιπλα, κι αντικείμενα είναι κατασκευασμένα από το ίδιο υλικό (σίδερο το οποίο έχει υποστεί επεξεργασία με σκοπό να παραπέμπει σε χώμα-βράχο που έχει σκαφθεί) κι αποτελούν εξέλιξη το ένα του άλλου. Το μοναδικό στοιχείο που ακολουθεί τη δική του μορφολογική γραμμή, κι ενώ συνάδει υλικά και χρωματικά, αντιτίθεται στη γεωμετρία του χώρου, είναι η ρίζα μιας γέρικης ελιάς που κρέμεται στο κέντρο της σπηλιάς.
Η ρίζα αποτελεί την κατακλείδα της αρχιτεκτονικής πρότασης, η οποία αντλεί έμπνευση από τη λογική του χειροποίητου, μία έννοια συνυφασμένη με τις δημιουργίες του οίκου. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία μίας ‘χειροποίητης σπηλιάς-σκεύους’, η οποία «αγκαλιάζει» το κόσμημα, δίνοντας την εντύπωση στον επισκέπτη ότι παίρνει μέρος σ’ ένα ιστορικό παιχνίδι αντιθέσεων, μορφών και υλικών.