Στην παρούσα διπλωματική εργασία μελετάται η πολυπολιτισμικότητα της Θεσσαλονίκης υπό το πρίσμα των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών που αναπτύχθηκαν στο χώρο της.
Η θρησκεία αποτελεί ίσως το πιο αντιπροσωπευτικό μέσο για τη μελέτη της κουλτούρας της πόλης, καθώς οι έννοιες όπως φυλή, έθνος, λαός ή άλλες αντίστοιχες ομάδες δεν συνοψίζουν τόσο καλά τη φιλοσοφία και τα πιστεύω ενός πολιτισμού. Επιπλέον, η Θεσσαλονίκη τα περισσότερα χρόνια ήταν κοινωνικά και πολιτικά χωρισμένη σε θρησκευτικές κοινότητες, και η πολιτική, η οικονομία και τα κοινωνικά ζητήματα αντλούσαν τους κανόνες τους από μια ευρύτερη έννοια, αυτή του κοινού θρησκεύματος.
Στις αρχές του 20ου αιώνα η Θεσσαλονίκη συμμορφώνεται με τα ευρωπαϊκά πρότυπα και με την πτώση των αυτοκρατοριών, το έθνος ανέρχεται σαν έννοια και καλύπτει το σημαντικό αυτό παρελθόν της πόλης, που τόσα χρόνια της χάρισε και της χαρίζει μέχρι σήμερα αυτήν την ιδιαίτερη αύρα. Η θρησκεία, λοιπόν, υπό αυτό το πρίσμα είναι το νήμα που μπορεί να ενώσει όλα αυτά σκορπισμένα ψήγματα στην πόλη και να αποτελέσει αφετηρία για ένα αφήγημα που έχει σαν πρωταγωνιστές τους απόντες και τους παρόντες.
Το αφήγημα αυτό στην περίπτωση αυτή τοποθετείται σε ένα επεισόδιο πάνω στη θάλασσα, ένα φυσικό στοιχείο της πόλης που αποτέλεσε αφετηρία πολλών καλλιτεχνών, και όχι μόνο, να μιλήσουν για εκείνη.
Έτσι, δημιουργείται η ανάγκη να γίνει ένα καταφύγιο μνήμης για τους πολιτισμούς αυτούς. H μορφή έχει σαν έμπνευση σχεδιασμού την έννοια του καταφυγίου. Μελετώντας διάφορες μορφές καταφυγίων οι αρχιτέκτονες παρατήρησαν ότι, είτε είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα είτε φυσικές μορφές, έχουν μία εκφορικότητα καταλήγοντας στο φυσικό στοιχείο (έδαφος, θάλασσα) που βρίσκονται.
Στην περίπτωση αυτή, όπου η επέμβαση θα γίνει πάνω στη θάλασσα, συνθετική έμπνευση είναι ο βράχος και το σπήλαιο, μία αρκετά πολύπλοκη, αποδομημένη και ροική μορφή. Οι δύο αυτές φυσικές μορφές έχουν στοιχεία συνύπαρξης με το νερό αλλά και ως πρώτα καταφύγια.
H επέμβαση που προτείνεται είναι μία θεματική προβλήτα στο νέο παραλιακό μέτωπο της Θεσσαλονίκης που θα δώσει μία ευκαιρία στον άνθρωπο να έρθει σε πιο άμεση έκθεση με τη θάλασσα και θα αποτελέσει καταφύγιο μνήμης για τους πολιτισμούς της πόλης.
Η προβλήτα είναι ένα στοιχείο που υπήρχε στην πόλη και σήμερα λείπει. Στο τέλος της προβλήτας θα σχεδιαστεί αυτή η μορφή του βράχου που παρουσιάστηκε πριν και θα γίνει ένας χώρος για φιλοξενία θεματικών εκθέσεων και δράσεων.
Το σημείο που τοποθετείται είναι στη συνέχεια της 3ης Σεπτεμβρίου κάθετα στο παραλιακό μέτωπο της πόλης Η 3η Σεπτεμβρίου είναι μία διχοτόμος της πόλης και φυσικά πολιτιστικός άξονας για αυτή. Τέλος, παρουσιάζεται ένα μουσειολογικό σενάριο που στόχο έχει να αποτελέσει την αφετηρία των εκθέσεων που θα γίνουν στο χώρο αυτό, γνωστοποιώντας το θεματικό άξονα των επόμενων.
Το υλικό του κελύφους είναι μεταλλικά φύλλα (corten) χαλκού. Το μέταλλο χρησιμοποιείται γιατί είναι ένα ελαφρύ υλικό, δίνει μία διάθεση προσωρινότητας στην κατασκευή και ο χαλκός συγκεκριμένα είναι ένα υλικό που αλλάζει με το πέρασμα του χρόνου αφήνοντας τις καιρικές συνθήκες να το επηρεάζουν. Ο σκελετός είναι από χάλυβα με διατομές που ποικίλουν ανάλογα με το μήκος της δοκού.
Η στατική επίλυση του κελύφους γίνεται με την τριγωνοποίηση του κελύφους και οι συνδέσεις των κυκλικών στοιχείων γίνεται με κόμβους ειδικής κατασκευής που διαθέτουν τις τρεις αντίστοιχες υποδοχές και την κατάλληλη κλίση. Για επιπλέον στήριξη σε επτά κορυφές τοποθετούνται κολώνες που καταλήγουν στο νερό. Η στήριξη της προβλήτας γίνεται με πασσαλοπηξία στο νερό από τσιμεντοπασσάλους διατομής 40mm. H προβλήτα επενδύεται με ξύλινο deckσε συνέχεια με την ξύλινη επένδυση της υπάρχουσας παράλιας διαδρομής αλλά και σε υπόμνηση των παλιών ξύλινων προβλητών της πόλης.
Η προβλήτα είναι συνολικού μήκους 120 μέτρων και το κτίριο στο τέλος της είναι περίπου 600 τετραγωνικά μέτρα. Διαθέτει μία αίθουσα εκθέσεων, ένα χώρο υποδοχής, καφέ και χώρους υγιεινής. Τα ανοίγματα είναι επιλεκτικά δίνοντας μία πιο μυσταγωγική αίσθηση στο εσωτερικό αλλά κρατώντας τον επισκέπτη σε επαφή με το εξωτερικό περιβάλλον της πόλης και τη θάλασσα. Το κτίριο αυτοσκιάζεται καθώς το ύψος του μειώνεται από ανατολικά προς τη δυτική του έξοδο. Για αυτό το λόγο δεν κρίθηκε αναγκαία η δημιουργία στεγάστρου στο δυτικό σημείο στάσης όπου ο επισκέπτης απολαμβάνει τη θέα. Για να φτάσει αυτό το σημείο έχει τη δυνατότητα να μην περάσει μέσα από το κτίριο καθώς διαθέτει περιμετρική διαδρομή.
Εισερχόμενος στο εσωτερικό η πορεία προδιαγράφεται από το φωτεινό ρήγμα που οδηγεί σε πρώτη φάση σε μία στένωση τόσο σε πλάτος όσο και σε ύψος του κεντρικού χώρου. Πρόθεση είναι να μην προκαλείται συγκέντρωση σε κάποιο κεντρικό χώρο προς αποφυγή μίας κεντρική μνημειακότητας στο χώρο και ταυτόχρονα επίτευξη μίας φυσικής ροικής κίνησης από τον επισκέπτη. Ο επισκέπτης έτσι ωθείται να εξέλθει και να φτάσει στο τέλος της προβλήτας όπου μπορεί να σταθεί με άνεση και να απολαύσει την πόλη. Το κτίριο έχει στόχο να ανακαλέσει μνήμες που κρύβει η πόλη και εξερχόμενος από την επίσκεψη του στο μουσειακό χώρο να την αναγνώσει διαφορετικά.
Οι εκθέσεις που θα διοργανώνονται στο χώρο αυτό έχουν στόχο να θέσουν το θεματικό άξονα πάνω στον οποίο θα ανοίξει ένας διάλογος με την πόλη μέσω των αντίστοιχων εκδηλώσεων. Ο θεματικός άξονας είναι η πολυπολιτισμικότητα της Θεσσαλονίκης υπό το πρίσμα των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών που πέρασαν και άφησαν το στίγμα τους.
Οι εκδηλώσεις και οι εκθέσεις προβλέπεται να διοργανώνονται από το δήμο Θεσσαλονίκης και είναι περιοδικές. Σκοπός είναι να παρουσιαστεί ο πολιτισμός της πόλης όχι από τη σκοπιά μιας από τις ομάδες που αναφέρθηκαν. Ο Λευκός Πύργος είναι το μνημείο που έχει οριστεί να εκθέσει την ιστορία της πόλης χωρίς, ωστόσο, κάποια συγκεκριμένη σκοπιά. Το ενδιαφέρον στην προσέγγιση των αρχιτεκτόνων είναι ότι δίνεται μεγάλη σημασία στην ανάμειξη των στοιχείων των πολιτισμών προς ανάδειξη του εκλεκτικιστικού πνεύματος της πόλης που τείνει να χαθεί.
Στο πλαίσιο αυτό το project ολοκληρώθηκε με την παρουσίαση ενός εκθεσιακού σεναρίου που θα μπορούσε να αποτελέσει την αφετηρία για τις υπόλοιπες εκθέσεις, καθορίζοντας το θεματικό άξονα του χώρου αυτού. Η εναρκτήρια έκθεση έχει τίτλο “διασταυρώσεις στην Εγνατία οδό”.
H Εγνατία είναι μία από τις αρχαιότερες οδούς στη Θεσσαλονίκη, όχι μόνο σε όνομα αλλά και σε θέση. Αποτελούσε άξονα μετακίνησης εντός συνόρων αλλά και εκτός. Αυτός ο διεθνής της χαρακτήρας σε συνδυασμό με το έντονο βίωμα που προσφέρει αυτή η οδός, ως διχοτόμος της πόλης, αποτέλεσαν τους βασικούς λόγους επιλογής της οδού για το αφήγημα των αρχιτεκτόνων. Η Εγνατία περνούσε από όλες τις θρησκευτικές συνοικίες και κατά μήκος ανέπτυξε χρήσεις που δίνουν το στίγμα των πολιτισμών αυτών.
Σημαντική Υποσημείωση:
Πρόσκληση Έκθεσης
Η διπλωματική εργασία εκτέθηκε και παρουσιάστηκε στις 13 Ιανουαρίου 2018 στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη στο πλαίσιο των παράλληλων δράσεων της έκθεσης Κοινοί Ιεροί Τόποι.
Στοιχεία & Συντελεστές Διπλωματικής Εργασίας:
Τίτλος Εργασίας: Θεματική Προβλήτα στη Νέα Παραλία / Αναδρομές στη Θεσσαλονίκη των τριών θρησκειών, Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη, Φοιτητική Ομάδα Μελέτης: Μπέλλου Ευαγγελία – Τσονωνά Θεώνη, Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Πάκα Αλκμήνη, Σχολή: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης – Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Περίοδος Παρουσίασης: Ιούνιος 2017